Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

O Ντοστογιέφσκι και η ηθική


Σεβ. Μητρ. Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα

«Δεν μπορώ να πω πως ο Ντοστογιέφσκι ήταν καλός η ευτυχισμένος άνθρωπος... Ήταν κακός, διεφθαρμένος και γεμάτος ζήλεια. Όλη του τη ζωή ήταν θύμα του πάθους, που θα τον είχε κάνει γελοίο και δυστυχισμένο, αν ήταν λιγότερο έξυπνος και λιγότερο κακός. Στην Ελβετία, μπροστά στα μάτια μου, φέρθηκε τόσο άσχημα στον υπηρέτη του, που ο άνθρωπος επαναστάτησε και του είπε: «μα κι εγώ είμαι άνθρωπος». Θυμάμαι πόση εντύπωση μου έκαναν αυτά τα λόγια... Ειπωμένα σε κάποιον που πάντα δίδασκε το αίσθημα της ανθρωπιάς στην υπόλοιπη ανθρωπότητα».

Τα λόγια αυτά ανήκουν στον Στράχοβ, έναν άνθρωπο που γνώριζε καλά τον Ντοστογιέφσκι (βλέπε Gerarld Abraham, Dostoyevski) στηρίζονται όμως σε μια παρεξήγηση: ο Ντοστογιέφσκι ποτέ δεν θέλησε να διδάξει στην ανθρωπότητα την καλοσύνη και την ανθρωπιά. Ο Ντοστογιέφσκι δεν υπήρξε ποτέ ηθικολόγος, αντίθετα, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι συνειδητά και συστηματικά σε όλο του το έργο δεν έκανε τίποτε άλλο από το να μάχεται την Ηθική σε βαθμό προκλητικό. Αλλά ας μη σπεύσουμε να συμπεράνουμε από αυτό ότι ο Ντοστογιέφσκι ήταν κήρυκας του αμοραλισμού. Ο Ντοστογιέφσκι είχε το πάθος της αλήθειας. Είχε τη δύναμη να διεισδύσει στην ανθρώπινη συμπεριφορά και να μας αποκαλύψει με τον πιο δραματικό και συγχρόνως πειστικό τρόπο ότι αυτό που η Ηθική μας παρουσιάζει σαν «ηθικό» δεν είναι ποτέ αμιγώς «καλό», και ότι ο άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να εξαλείψει το κακό με την Ηθική, αφού κανένας απολύτως δεν μπορεί να είναι αμιγώς καλός. Επιπλέον, σε όλο του το έργο δεν έπαυσε να διακηρύττει ότι στο που μετράει στην ανθρώπινη ύπαρξη και συμπεριφορά δεν είναι η ηθική, αλλά η ελευθερία, και πως μόνον ό,τι είναι ελεύθερο είναι αληθινά καλό. Αυτό που θέλει να πει στους ανθρώπους ο Ντοστογιέφσκι είναι ότι η διάκριση των ανθρώπων σε «καλούς» και «κακούς» είναι βασισμένη σε ένα ψέμα και ότι ο μόνος τρόπος να νικηθεί το κακό είναι να το πάρει κανείς ελεύθερα επάνω του. Ο Ντοστογιέφσκι δεν είναι αμοραλιστής, αφού δεν παύει να περιγράφει το κακό ως τραγικότητα και συμφορά για τον άνθρωπο. Είναι όμως αντιμοραλιστής, διότι πιστεύει βαθιά ότι η Ηθική δεν μπορεί να οδηγήσει ποτέ στη λύτρωση του ανθρώπου από το κακό.

Στην ομιλία αυτή θα προσπαθήσω, στον λίγο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου, να αναλύσω τη θέση αυτή επικεντρώνοντας την προσοχή μας σε δύο κυρίως σημεία: α) στο πρόβλημα του καλού και του κακού και β) στο θέμα της ελευθερίας. Θα προσπαθήσω στο τέλος να κάνω μια θεολογική αποτίμηση της θέσεως του Ντοστογιέφσκι έναντι του προβλήματος της ηθικής.

Το πρόβλημα του καλού και του κακού

Η έννοια της Ηθικής στηρίζεται στη διάκριση μεταξύ καλού και κακού ήδη από την εποχή του Σωκράτη, που θεωρείται ιδρυτής της. «Όπως ορίζεται σε όλα τα σύγχρονα λεξικά, «η γενική μελέτη του καλού και η γενική μελέτη της ορθής πράξεως αποτελούν το κύριο έργο της ηθικής» (The Cambridge Dictionary of Philosophy, 1955, σ. 244). Χωρίς τη διάκριση καλού και κακού η έννοια της ηθικής καταρρέει.

Η διάκριση αυτή παίρνει συνήθως δύο μορφές. Η μία είναι ο χαρακτηρισμός των πράξεων ή τών αισθημάτων, κινήτρων, διαθέσεων κ.λπ. Ως καλών ή κακών. Εάν κάποιος αγαπά, έμπρακτα ή στις διαθέσεις ή προθέσεις του, πρόκειται για κάτι «καλό» -σύμφωνα με την κρατούσα ηθική πάντοτε- ενώ εάν μισεί πρόκειται για κάτι «κακό». Έτσι προκύπτουν οι γενικές αρχές της ηθικής, ανάλογα πάντοτε με τις πολιτισμικές, θρησκευτικές, φιλοσοφικές κ,λπ. Προϋποθέσεις κάθε εποχής και κάθε κοινωνίας.

Η άλλη μορφή, που παίρνει η διάκριση καλού και κακού, είναι ο χαρακτηρισμός των προσώπων ως καλών ή κακών. Στην αγγλοσαξονική ηθική των νεωτέρων χρόνων, η οποία επέδρασε και στη νοοτροπία και τον πολιτισμό και των δικών μας κοινωνιών, αυτή η μορφή διακρίσεως μεταξύ καλών και κακών ανθρώπων οδήγησε στην εμφάνιση της έννοιας του χαρακτήρος. Ο «χαρακτήρας» (character) είναι το υποκείμενο επάνω στο οποίο είναι «χαραγμένες» ορισμένες ηθικές ιδιότητες, καλές ή κακές, δηλαδή το υποκείμενο της ηθικής. Η έννοια του χαρακτήρος εφαρμόζεται ιδιαίτερα στην τέχνη, και μάλιστα στη λογοτεχνία, το μυθιστόρημα, το θέατρο κ.λπ. (λέμε, π. χ. , «οι χαρακτήρες» για τους ήρωες ενός λογοτεχνικού έργου).

Τόσο στο επίπεδο των γενικών αρχών της ηθικής όσο και σε εκείνο των χαρακτήρων, ο Ντοστογιέφσκι αρνείται επίμονα τη διάκριση μεταξύ «καλού» και «κακού», δηλαδή αρνείται την ίδια τη βάση της ηθικής.

Στο επίπεδο των γενικών αρχών ο Ντοστογιέφσκι θεωρεί την αγάπη ως την ύψιστη ηθική αξία: «Το κυριότερο πράγμα είναι να αγαπάς τους άλλους σαν τον εαυτό σου, αυτό είναι το παν, τίποτε άλλο δεν χρειάζεται», έγραφε κάποτε. Κι όμως είναι αδύνατο να τη διαχωρίσει από το μίσος. Γράφει χαρακτηριστικά στο Υπόγειο, ένα από τα πρώιμα και συγκλονιστικά του έργα: «Επήγα τόσο μακριά ώστε να φθάσω στο βέβαιο συμπέρασμα πως κυριολεκτικά η αγάπη συνίσταται στο παράξενο δικαίωμα να τυραννάς εκείνον που αγαπάς. Στα ονειροπολήματά μου κάτω στο υπόγειο φανταζόμουν τον έρωτα σαν μια πάλη που αρχίζει από το μίσος και καταλήγει στην ηθική υποταγή». Γι’ αυτό, το παράξενο συμπέρασμα είναι για τον Ντοστογιέφσκι η καταπληκτική αλήθεια που την διατυπώνει με το παράπονο: «Στο μίσος μου για τους ανθρώπους της γης μας υπάρχει πάντοτε μια νοσταλγική αγωνία: γιατί να μην μπορώ να τους μισώ χωρίς να τους αγαπώ;... Και στην αγάπη μου γι' αυτούς μέσα ήταν μια νοσταλγική θλίψη: γιατί να μην μπορώ να τους αγαπώ χωρίς να τους μισώ;».

Τα λόγια αυτά έρχονται σαν οδοστρωτήρας να γκρεμίσουν κάθε σαφή διάκριση μεταξύ καλού και κακού, ακόμη και στο επίπεδο της πιο μεγάλης ηθικής αξίας, που είναι και για τον ίδιο τον Ντοστογιέφσκι η αγάπη. Τι να πει κανείς πλέον για τις άλλες ηθικές άξιες, που είναι σχετικές και μεταβάλλονται από εποχή σε εποχή; Το καλό και το κακό δεν αποσυνδέονται, δεν χωρίζουν, με τίποτε.

Αυτό ισχύει για τον Ντοστογιέφσκι όχι μόνο στο επίπεδο των ηθικών αξιών, αλλά και των προσώπων. Όλοι οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι είναι συγχρόνως καλοί και κακοί. Η έννοια του ηθικού «χαρακτήρος» είναι στον Ντοστογιέφσκι ανύπαρκτη. Δεν έχομε παρά να σταθούμε στο πιο σημαντικό και εκτενές έργο του, τους Αδελφούς Καραμάζοβ, που περικλείει μια μεγάλη ποικιλία χαρακτήρων από όλα τα κοινωνικά στρώματα και τους ψυχολογικούς τύπους: από το γέρο παραλυμένο πατέρα Καραμάζοβ ως τον ασκητικό γιο του Αλιόσα, τον άλλο γιο Ιβάν τον εγκεφαλικό άθεο ως τον μοναχό Ζωσιμά, τη μαζοχίστρια Λιζαβέτα ως την σαρκική Γκρούσενκα. Αφορμή για να ξετυλιχθεί το έργο είναι οι παράξενες συνθήκες της δολοφονίας του γερο-Καραμάζοβ, που αποδεικνύει ότι ηθικά ένοχοι είναι σχεδόν όλοι οι γιοι του, όχι μόνο ο πραγματικός δολοφόνος, αλλά και εκείνοι, που, ενώ είναι de facto αθώοι, έχουν αφήσει την καρδιά τους να αναπτύξει εγκληματικές προθέσεις. Στο έργο αυτό σχεδόν κάθε κύριο πρόσωπο διαπράττει κάποιο έγκλημα, αν όχι στην πράξη, πάντως στη σκέψη. Ακόμα και ο Αλιόσα δεν είναι άμοιρος ενοχής, αφού δεν κατάφερε να αποτρέψει ή να προλάβει το έγκλημα. Για τον Ντοστογιέφσκι το πρόβλημα δεν είναι ηθικό, αλλά βαθύτατα υπαρξιακό. Ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, είναι ένα μείγμα πανουργίας και απλότητας, αγνότητας και φιληδονίας, καλοσύνης και κακότητας. Ο Ντιμίτρι λέει: «Ήμουν ένας παλιάνθρωπος, κι όμως αγαπούσα τον Θεό... Το καλό και το κακό βρίσκονται σε μια τερατώδη συνύπαρξη μέσα στον άνθρωπο». Ο Μέγας Ιεροεξεταστής εντυπωσιάζεται από αυτή την αντιφατικότητα των ανθρώπων: διεφθαρμένοι άνθρωποι είναι συχνά καλοσυνάτοι, εγκληματίες είναι τρυφεροί και αισθηματικοί, πουριτανοί και ηθικιστές είναι σκληροί και άσπλαχνοι, όλοι είναι εξίσου ικανοί για το κακό και για το καλό.

Η διαπίστωση αυτή, ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος είναι κακός συγχρόνως και καλός, καταργεί την Ηθική και εμφανίζει τον Ντοστογιέφσκι ως μηδενιστή: αυτή είναι η ανθρώπινη φύση, δεν θεραπεύεται με τίποτε, το κακό διαποτίζει το καλό, το μη είναι διατρέχει την ύπαρξη. Έτσι ο Νίτσε θα βρει στο πρόσωπο του Ντοστογιέφσκι τον μεγάλο του δάσκαλο, τον Προφήτη του μηδενισμού του.

Αλλά εδώ πρέπει να σταθούμε με προσοχή. Είναι ο Ντοστογιέφσκι πράγματι μηδενιστής; Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της αντί-ηθικιστής ανθρωπολογίας του;

Η πρώτη σημαντική παρατήρηση είναι ότι ο Ντοστογιέφσκι καταρρίπτοντας την ηθική, που διακρίνει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, κλονίζει την υπεροψία του ουμανισμού, ο οποίος πιστεύει ότι με την ηθική μπορεί να εξαλείψει το κακό από τον κόσμο. Με τον τρόπο αυτόν ο Ντοστογιέφσκι θεολογεί πατερικά: η σωτηρία του ανθρώπου δεν μπορεί να προέλθει από τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά μόνον από τον Θεό.

Δεύτερον, αναγνωρίζοντας σε κάθε άνθρωπο τη συνύπαρξη του καλού με το κακό, ο Ντοστογιέφσκι καλεί όλους να αποφεύγουν την κατάκριση των άλλων ανθρώπων και να επικεντρώνουν το ενδιαφέρον και τη φροντίδα τους στις δικές τους αμαρτίες. Έτσι αποκτούν συγχρόνως τη μετάνοια και την αγάπη. Ο Ντοστογιέφσκι κινείται έτσι στο πνεύμα του ευαγγελίου αλλά και των νηπτικών πατέρων («δος μοι, Κύριε, το οράν τα εμού πταίσματα και μη κατακρίνει τον αδελφών μου» ευχή Αγίου Εφραίμ).

Τρίτον, και σπουδαιότερο, το μείγμα καλού και κακού, που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση, δεν οδηγεί απαραίτητα στον μηδενισμό. Είναι αποκαλυπτικά όσα περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι για τον ήρωα του έργου του Το όνειρο ενός Γελοίου ανθρώπου. Εκεί ο ήρωας του έργου, διαπιστώνοντας ότι όλα στη ζωή του ανθρώπου είναι μείγμα αντιθέσεων (καλού κακού, λογικού παραλόγου κ.λπ. ), πληγώνεται βαθιά και κλονίζεται η πίστη του στην ίδια την ύπαρξη: «Έξαφνα νιώθω», λέει, «πως μου ήταν αδιάφορο αν ο κόσμος υπήρχε, ή αν ποτέ δεν υπήρξε τίποτε, άρχισα να αισθάνομαι με όλο μου το είναι πως δεν υπήρχε τίποτε. Στην αρχή νόμισα πως πολλά πράγματα είχαν υπάρξει στο παρελθόν, αλλά μετά κατάλαβα πως ούτε και στο παρελθόν δεν υπήρξε ποτέ τίποτα, μα πως μόνο μου είχε φανεί πως υπήρχε, για κάποιο λόγο. Σιγά - σιγά κατάλαβα πως ούτε και στο μέλλον θα υπάρχει τίποτα».

Αυτός ο μηδενισμός δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην αυτοκτονία. Ο ήρωας του έργου αποφασίζει πράγματι να σκοτωθεί. Αλλά, εκεί που πήγαινε να πραγματοποιήσει το σχέδιο του, ένα κοριτσάκι τρεμάμενο και τρομαγμένο, που για κάποια αιτία βρισκόταν σε απόγνωση, του ζήτησε βοήθεια, και ο «γελοίος άνθρωπος» αλλάζει σχέδιο. Αυτό που τον κάνει να βρει νόημα στην παράλογη, κατά τα άλλα, ύπαρξη είναι η συνάντηση του Άλλου. Ο Άλλος είναι αυτός που δίνει την υπέρβαση του μηδενισμού. Ο Ντοστογιέφσκι μας φέρνει στο χείλος του γκρεμού, αλλά δεν μας αφήνει στο κενό. Αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι η ύπαρξη του Άλλου.

Αυτή η ύπαρξη του Άλλου, που δίνει νόημα στην ύπαρξη, δεν είναι ούτε οι αρετές ούτε οι κακίες του Άλλου, δηλαδή η ηθική -είναι αυτή και μόνο η ύπαρξή του. Ηθικά, ο Άλλος είναι ένα παράλογο, ένα μείγμα αντιθέσεων καλού και κακού. Θα ήταν γελοίο να τον προσεγγίσουμε ως ηθική υπόσταση. Μόνον η ύπαρξή του, γυμνή από κάθε ηθική ιδιότητα, δίνει νόημα και στη δική μας ύπαρξη. Αν αξίζει να υπάρχουμε, να μην αυτοκτονήσουμε, να μη γελοιοποιηθούμε, είναι γιατί υπάρχει ο Άλλος.

Αλλά για τον Ντοστογιέφσκι ο Άλλος, όπως εμφανίζεται στο Όνειρο ενός Γελοίου, δεν είναι απλώς μια υπόσταση, ένα ον. Είναι μια ύπαρξη που υποφέρει. Αυτό είναι το ιδιάζον χαρακτηριστικό του ντοστογιεφσκικού υπαρξισμού. Η υπέρβαση του μηδενισμού, αυτό που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας, είναι για τον Ντοστογιέφσκι η αποδοχή της οδύνης. Για τον Ντοστογιέφσκι υπάρχει μία και μόνη επιλογή αντί της αυτοκτονίας για τον άνθρωπο. Την εκφράζει ο Ιβάν Καραμάζοβ με το δίλημμα: ή τον σταυρό ή την αγχόνη. «Αύριο», λέει, «το σταυρό μα όχι το ικρίωμα. Όχι, δεν θα κρεμαστώ. Δεν θα μπορούσα ποτέ να αυτοκτονήσω». Και όπως λέει ο διάβολος στον Ιβάν, «οι άνθρωποι υποφέρουν, αλλά ζουν, ζουν μια ζωή πραγματική, όχι φανταστική, γιατί το να υποφέρεις είναι ζωή».

Για τον Ντοστογιέφσκι η οδύνη και το πάθος έχουν μεταφυσικό περιεχόμενο, υπάρχει μια «μεταφυσική της οδύνης». Ο Ρασκόλνικοβ στο Έγκλημα και Τιμωρία γονατίζει μπροστά στη Σόνια και της φιλάει τα πόδια λέγοντας: «Γονάτισα όχι μπροστά σου, αλλά μπροστά σε όλη την ανθρωπότητα που υποφέρει». Και ο Ζωσιμάς εξηγεί το ότι γονάτισε μπροστά στον Ντιμίτρι Καραμάζοβ με τα λόγια: «γονάτισα χθες μπροστά στα όσα πρόκειται να υποφέρει (ο Ντιμίτρι)».

Αυτή η «μεταφυσική της οδύνης» δημιουργεί ένα ερώτημα: μήπως τελικά για τον Ντοστογιέφσκι ο Σταυρός είναι το έσχατο, το ύψιστο αγαθό; Μήπως έχομε μια «ηθική του Σταυρού», στην οποία η οδύνη εσχατολογοποιείται, γίνεται η ίδια μέρος της Βασιλείας του Θεού η ακόμα και της ίδιας της ζωής της Αγίας Τριάδος, κάτι σαν τον «Πάσχοντα Θεό» του Moltmann; Μια τέτοια τάση φαίνεται να υπάρχει στη ρωσική παράδοση και να είναι ίσως μέρος της ίδιας της ρωσικής ψυχής. Το βλέπομε αυτό στη θεολογική σκέψη του Μπουλγκάκοβ ή ακόμα και του μακαριστού Γέροντα Σωφρονίου του Essex. Είναι άραγε αυτό αληθινό και για τον Ντοστογιέφσκι;

Άλλοι, βαθύτεροι γνώστες του Ντοστογιέφσκι, θα πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα αυτό. Προσωπικά, έχω τη γνώμη ότι, ενώ ο Σταυρός και η οδύνη είναι για τον Ντοστογιέφσκι η μόνη, αληθινή και αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη, το μόνο αντίδοτο στη γελοιότητα της ηθικής που αγνοεί το παράλογο της συνύπαρξης μέσα στον ίδιο άνθρωπο του καλού και του κακού, εντούτοις δεν είναι για τον Ρώσο συγγραφέα το έσχατο μεταφυσικό αγαθό. Το έσχατο μεταφυσικό αγαθό είναι γι’ αυτόν η υπέρβαση της οδύνης, όχι η οδύνη καθαυτή. Ο Σταυρός είναι η μόνη αληθινή πραγματικότητα στην ύπαρξη, αλλά όχι και η έσχατη.

Στο τέλος του τμήματος που επιγράφεται: «Οι δοκιμασίες μιας ψυχής» στους αδελφούς Καραμάζοβ, ο Ντιμίτρι βλέπει ένα τρομερό όνειρο. Στα κατάλοιπα ενός καμένου χωριού μια χωρική γυναίκα προσπαθεί να ξεφύγει και να σωθεί, και δίπλα της ένα βρέφος που υποφέρει από την πείνα προσπαθεί να θηλάσει από το ξερό στήθος της μητέρας του. Τότε ο Ντιμίτρι, γράφει ο Ντοστογιέφσκι, «αισθάνθηκε ένα αίσθημα οίκτου, που ποτέ άλλοτε δεν το είχε νιώσει, να ανεβαίνει στην καρδιά του, να θέλει να κλάψει, να κάνει κάτι για όλους αυτούς, έτσι ώστε το βρέφος να μην κλαίει πια, η μαύρη και κάτισχνη μάνα του να μη δακρύζει, να μην υπάρχουν πια απ' εδώ και πέρα δάκρυα».

Έτσι ο Ντοστογιέφσκι οραματίζεται το έσχατο αγαθό πέρα από την οδύνη. Ο Σταυρός πρέπει να ξεπεραστεί από την ανάσταση. Δεν έχει θέση στη Βασιλεία τού Θεού ο πόνος. Η αγάπη αγκαλιάζει την οδύνη, όχι για να της δώσει μεταφυσικό περιεχόμενο, αλλά για να τη μετατρέψει σε χαρά. Ο Ντοστογιέφσκι δεν το λέγει, αλλά το υπονοεί: η Θεία ευχαριστία είναι πρόγευση της χαράς, όχι της λύπης -ούτε καν της χαρμολύπης.

Είπαμε ότι οι ήρωες τού Ντοστογιέφσκι είναι μείγμα καλού και κακού και ότι μάταια θα αναζητούσαμε ανάμεσά τους τον ηθικά τέλειο. Η οδύνη είναι η μόνη αλήθεια που με την αποδοχή της, ιδιαίτερα στο πρόσωπο τού Άλλου, υπερβαίνομε το μηδενισμό και καταλαβαίνομε ότι αξίζει να υπάρχομε. Άλλα πέρα από όλα αυτά, εκείνο που δίνει νόημα στην ύπαρξη είναι η ανάσταση.

«Ώστε στ' αλήθεια λέει η θρησκεία πως όλοι μας θα σηκωθούμε από τους νεκρούς και θα ξαναζήσουμε και θα ξαναδούμε πάλι ο ένας τον άλλο;

»Το δίχως άλλο θ' αναστηθούμε... Και χαρούμενα, εύθυμα θα διηγηθούμε ο ένας στον άλλο όσα γίνανε... Απάντησε ο Αλιόσα.

— Αχ πόσο όμορφα θα είναι τότε, ξέφυγε του Κόλια.

— Και τώρα λοιπόν ας τελειώσουμε τους λόγους κι ας πάμε στο τραπέζι της παρηγοριάς... Να μας τώρα που πηγαίνουμε χέρι με χέρι».

Η ανάσταση, το τραπέζι της ευχαριστίας, η κοινωνία της αγάπης -να το ύψιστο αγαθό για τον Ντοστογιέφσκι. Αυτό είναι το αποκορύφωμα τού τελευταίου, τού πιο μεγάλου έργου του. Ίσως αν ζούσε περισσότερο, να μας περιέγραφε τη Βασιλεία με την ίδια γλαφυρότητα που μας περιέγραψε το Σταυρό στην ανθρώπινη ύπαρξη.

Το πρόβλημα της ελευθερίας

Αν το καλό και το κακό αποτελούν ένα μείγμα στην ανθρώπινη ύπαρξη, αυτό οφείλεται σε έναν και μόνο λόγο, κατά τον Ντοστογιέφσκι: στο ότι η πιο μεγάλη δύναμη που κυβερνά και κατευθύνει την ανθρώπινη ύπαρξη είναι η ελευθερία. «Πώς, λοιπόν, φαντάστηκαν», ρωτάει ο ήρωας του Υπογείου, «όλοι αυτοί οι σοφοί ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη από μια λογική και τίμια θέληση; Και πώς τους κάπνισε να βρουν ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη να ποθεί κατά τρόπο λογικό και ωφέλιμο; Ο άνθρωπος μόνο ένα πράγμα έχει ανάγκη: να είναι η θέλησή του εντελώς ανεξάρτητη, όσο κι αν του στοιχίζει αυτή του η ανεξαρτησία, όσες κι αν είναι οι κακές συνέπειες που συνεπάγεται αυτό».

Ο Ντοστογιέφσκι συνδέει αυτή τη δίψα του ανθρώπου για την ελευθερία άμεσα με το πρόβλημα της ηθικής. Λέγει και πάλι ο ήρωας του Υπογείου: «Νομίζω ότι ο καλύτερος ορισμός του ανθρώπου είναι ο ακόλουθος: ον δίποδο και αχάριστο. Μα αυτό δεν είναι όλο. Δεν είναι αυτό το μεγαλύτερό του ελάττωμα. Το μεγαλύτερο του ελάττωμα είναι η επίμονη ανηθικότητά του. Επίμονη από τότε που έγινε ο κατακλυσμός ως την εποχή μας. Η ανηθικότητα, και επομένως ο παραλογισμός: γιατί ξέρουμε χρόνια και χρόνια τώρα ότι ο παραλογισμός γεννιέται μονάχα από την ανηθικότητα. Ρίξτε μια ματιά στην ιστορία... Ένα μόνο πράγμα δεν μπορείτε να πείτε: ότι κυβερνά τον άνθρωπο η λογική... Και να τι συναντά κανείς κάθε φορά: παρουσιάζονται στον κόσμο άνθρωποι πολύ ηθικοί, φρόνιμοι, σοφοί και φιλάνθρωποι, που θέτουν σαν σκοπό της ζωής τους να γίνουν, αν μπορούν, φρόνιμοι και ηθικοί. Θα 'λεγες πως θέλουν να χρησιμέψουν σαν παράδειγμα στο γείτονά τους και να του αποδείξουν ότι μπορεί πραγματικά να ζήσουμε σαν άνθρωποι ηθικοί και φρόνιμοι. Μα τι γίνεται κατόπιν; Είναι γεγονός αποδεδειγμένο ότι, αργά η γρήγορα, πολλοί από τους φιλάνθρωπους αυτούς στο τέλος της ζωής τους διαψεύδουν τους εαυτούς τους και αφήνουν πίσω τους υλικό για ανέκδοτα, πολύ επιλήψιμα καμιά φορά». Για τον Ντοστογιέφσκι λογική και ηθική είναι αλληλένδετα, και τα δυο μαζί συγκρούονται με την ελευθερία: «Αχ, κύριοι», ρωτάει ο ήρωας του Υπογείου, «ποια θέληση, λοιπόν, θα έχω, όταν τα πάντα θα είναι ένας πίνακας μονάχα, αριθμητική και δύο και δύο κάνουν τέσσερα; Είτε, λοιπόν, το θέλω είτε όχι, «δύο και δύο κάνουν τέσσερα» Είναι θέληση αυτό;».

Για τον Ντοστογιέφσκι η υποταγή της ελευθερίας στη λογική και την ηθική, όχι μόνο είναι αδύνατη αλλά και ανωφελής και επιζήμια για τον άνθρωπο. «Το δύο και δύο κάνουν τέσσερα, αυτό δεν είναι πια η ζωή, είναι η αρχή του θανάτου», λέει ο ήρωας του Υπογείου. Η ελευθερία είναι για τον Ντοστογιέφσκι αυτό που διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. «Τα μυρμήγκια έχουν ένα οικοδόμημα καταπληκτικό στο είδος του: τη μυρμηγκοφωλιά. Τα αξιοσέβαστα μυρμήγκια άρχισαν από τη μυρμηγκοφωλιά και θα τελειώσουν ασφαλώς εκεί, πράγμα που τους περιποιεί μεγάλη τιμή για την επιμονή τους και το θετικό τους πνεύμα. Ο άνθρωπος όμως... Όπως ο παίκτης του σκακιού αγαπά μόνο το παίξιμο και όχι το σκοπό του παιχνιδιού... Ενδιαφέρεται μόνο για την ίδια τη ζωή και όχι για το σκοπό της».

Εδώ αξίζει να σταθούμε λίγο, γιατί τα παραπάνω λόγια μας αποκαλύπτουν κάτι σημαντικό: τη διαφορά μεταξύ οντολογίας και ηθικής Αν τη λέξη ζωή την αντικαταστήσουμε με εκείνη του είναι, της ύπαρξης, τότε το να ενδιαφέρεται κανείς για το είναι, και όχι για το σκοπό του είναι, ισοδυναμεί με το να θεωρεί το είναι ως το ύψιστο και έσχατο αγαθό, και όχι ως μέσο για κάποιον ηθικό σκοπό. Αν τοποθετήσουμε το θέμα αυτό στα πλαίσια της θεολογίας, το καίριο ερώτημα του σκοπού της θείας ενανθρωπήσεως είναι αν ο Χριστός ήλθε για να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους, ηθικούς κ,τ. λ. ή για να μας κάνει να υπάρχουμε. Όλη η δυτική παράδοση βλέπει την Ενανθρώπηση ως τρόπο ηθικής τελειώσεως του ανθρώπου, ενώ οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας εστιάζουν τον σκοπό της ενανθρωπήσεως στην υπέρβαση του θανάτου ως απειλής για το είναι του ανθρώπου (Αθανάσιος). Η ελευθερία για τον Ντοστογιέφσκι είναι οντολογικό και όχι ηθικό ζήτημα: ο άνθρωπος δεν ενδιαφέρεται για το πώς θα χρησιμοποιήσει την ύπαρξή του ή πώς θα τη βελτιώσει, αλλά γι’ αυτή την ίδια την ύπαρξή του. Γι’ αυτό, όπως στην περίπτωση του Κυρίλοβ στους Δαιμονισμένους, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις, ο Ντοστογιέφσκι ωθεί το θέμα της ελευθερίας στα υπαρξιακά του άκρα: ελευθερία σημαίνει ή να αποδεχθείς την ύπαρξη ως δώρο Κάποιου (του Θεού) ή να αρνηθείς την ίδια σου την ύπαρξη (να αυτοκτονήσεις), αν θέλεις να μην αποδεχτείς τον Θεό (δηλαδή να κάνεις τον εαυτό σου Θεό).

Όλα στον Ντοστογιέφσκι παίζονται στο οντολογικό και όχι στο ηθικό επίπεδο. Ο άνθρωπος δεν θέλει να θυσιάσει το είναι για το εύ είναι. Και ο Χριστός δίνοντάς του ελευθερία, και όχι ψωμί ή δύναμη ή καλοπέραση, σκανδαλίζοντας έτσι τον Μέγα Ιεροεξεταστή στη γνωστή σκηνή των Αδελφών Καραμάζοβ, σέβεται την θεόσδοτη αυτή επιθυμία του ανθρώπου. Αλλά και στους Πατέρες της Εκκλησίας, (όπως π. χ. ο άγιος Μάξιμος), σκοπός της υπάρξεως δεν είναι απλώς το είναι, αλλά το εύ είναι. Η ελευθερία συνίσταται στην απόρριψη ή την αποδοχή του είναι της ύπαρξης.

Αλλά αν τελικά ο άνθρωπος ασκώντας την ελευθερία του επιλέξει το είναι αντί του μη είναι, δηλαδή της αυτοκτονίας ή του μηδενός, αυτό που επιλέγει για τον Ντοστογιέφσκι δεν είναι παρά το είναι του έσχατου παραλογισμού, δηλαδή την οδύνη και το πάθος. Γράφει πάλι στο Υπόγειο: «και γιατί είστε πεπεισμένοι πως ο άνθρωπος έχει ανάγκη μόνο από εκείνο που είναι κανονικό και θετικό, και πως μόνη η ευτυχία είναι χρήσιμη για τον άνθρωπο; Λέτε ο άνθρωπος αγαπά μόνο την ευτυχία; Μα ίσως να αγαπά άλλο τόσο τον πόνο. Και μπορεί ο πόνος να του είναι τόσο χρήσιμος όσο και η ευτυχία... Ο πόνος; Μα είναι και η μόνη αιτία της συνείδησης... Η συνείδηση βρίσκεται πολύ πιο πάνω από το δύο και δύο κάνουν τέσσερα... Όσο οπισθοδρομικό και αν φαίνεται, σίγουρα (ο πόνος) αξίζει περισσότερο από το τίποτε».

Για ν' αποφύγει, λοιπόν, κανείς το «τίποτε», το μηδέν, το μη είναι, την αυτοκτονία, πρέπει να επιλέξει το είναι ως πόνο. Ο Ντοστογιέφσκι δίνει την εντύπωση ότι είναι μαζοχιστής. Είναι, λοιπόν, καλό πράγμα ο πόνος; Οι έννοιες του καλού και του κακού δεν έχουν θέση. Αυτό που ενδιαφέρει τον Ντοστογιέφσκι είναι το αληθινό, όχι το ηθικό. Η αλήθεια είναι ότι όλη η ύπαρξη είναι διαποτισμένη από τον πόνο. Αυτό που προβληματίζει έντονα τον Ντοστογιέφσκι είναι η ύπαρξη του πόνου, και μάλιστα του άδικου πόνου, όπως τον βλέπομε στα μικρά παιδιά που κλαίνε και βασανίζονται χωρίς να φταίνε σε τίποτε. Αυτόν τον πόνο καλείται ο άνθρωπος να αγκαλιάσει και να κάνει δικό του, αν δεν θέλει να επιλέξει το μη είναι, το μηδέν.

Αλλά, όταν ο άνθρωπος επιλέξει το είναι ως πόνο, δεν κάνει μια αναγκαστική επιλογή. Τότε, και μόνον τότε, ασκεί αληθινά την ελευθερία του. Και τότε, και μόνον τότε, η ελευθερία ταυτίζεται όχι με το μηδέν, αλλά με την αγάπη. Ο Ντοστογιέφσκι γίνεται έτσι ο θεολόγος της αγάπης. Σύμφωνα με τα λόγια του Γέροντα Ζωσιμά, αληθινή αγάπη είναι το «να κάνεις τον εαυτό σου υπεύθυνο για όλα τα ανθρώπινα όντα και για τον κόσμο ολόκληρο».

Δεν χρειάζεται πολλή προσπάθεια για να ανακαλύψει κανείς στις ιδέες αυτές του Ντοστογιέφσκι τη μορφή του Χριστού. Ο Ντοστογιέφσκι θεολογεί χωρίς να το λέγει. Και θεολογεί Ορθοδόξως, σύμφωνα με την παράδοση των μαρτύρων και των οσίων. Ας συνοψίσομε τη σκέψη του υπό το φως της θεολογίας.

 Θεολογική αποτίμηση τού Ντοστογιέφσκι

Ο Ντοστογιέφσκι μάχεται την ηθική για ένα και μόνο λόγο: διότι, όπως και η λογική, στερεί τον άνθρωπο από το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του, χάρη στο οποίο διαφέρει από τα ζώα, δηλαδή την ελευθερία. Αυτή είναι η «εικόνα του Θεού» στον άνθρωπο και η εικόνα αυτή με τίποτε δεν εξαλείφεται. Ο άνθρωπος πάντοτε θα επιζητεί την ελευθερία, όσες ευεργεσίες και αν του προσφέρει η λογική και η ηθική.

Η ελευθερία δεν είναι για τον Ντοστογιέφσκι αυτό που στη δυτική φιλοσοφία επικράτησε να λέγεται επιλογή μεταξύ του καλού και του κακού. Μια τέτοια επιλογή είναι για τον Ντοστογιέφσκι γελοία, διότι το καλό και το κακό είναι ανάμεικτα στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η ελευθερία είναι κάτι οντολογικό, είναι η απόρριψη ή αποδοχή της ίδιας της ύπαρξης μας.

Εάν ο άνθρωπος, ασκώντας την ελευθερία του, απορρίψει την ύπαρξη, δεν έχει άλλη επιλογή από την αυτοκτονία. Αν, αντιθέτως, αποδεχτεί την ύπαρξη, τότε δεν έχει άλλη επιλογή από το να την αποδεχτεί όπως αληθινά είναι, δηλαδή ως (παράλογη) οδύνη, ως Σταυρό. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Ενανθρώπηση του Κυρίου.

Η αποδοχή του Σταυρού σημαίνει ταύτιση με όλους τους πάσχοντας, ανάληψη ευθύνης για όλο τον πόνο της κτίσεως, ταύτιση μέχρι θανάτου. Μόνον έτσι επέρχεται η λύτρωση από το κακό, όχι με την ηθική και τη λογική, αλλά με την αγάπη που αυτοθυσιάζεται. Δεν πρόκειται περί μαζοχισμού, διότι δεν πρόκειται για αυτοϊκανοποίηση του θυσιασμένου. Πρόκειται για την διαπίστωση ότι ο μόνος δρόμος για να νικηθεί το κακό και ο ίδιος ο θάνατος είναι να τα υποστεί κανείς εκούσια, και τούτο προς χάρη των άλλων.

Έτσι ο Ντοστογιέφσκι, ασφαλώς όχι τυχαία, επιλέγει ως προμετωπίδα του μεγάλου έργου του το ευαγγελικό ρητό: «εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένε εάν δε αποθάνη, καρπόν πολύν φέρει». Ο Σταυρός δεν είναι αυτοσκοπός. Τελικός σκοπός είναι η ανάσταση. Αλλά δεν φθάνει κανείς εκεί παρά περνώντας από το Σταυρό.

Ο Ντοστογιέφσκι ασκεί με τον τρόπο αυτό την πιο βαθιά και πειστική κριτική στη δυτική παράδοση, που πίστεψε ότι με τον ορθό λόγο, την ορθή πράξη (ηθική) και την αποτελεσματική οργάνωση του κόσμου θα εξαλείψει το κακό. Ολόκληρος ο 20ος αιώνας με τους πολέμους και τη φρίκη της απανθρωπιάς του απέδειξε πόσο δίκαιο είχε ο Ντοστογιέφσκι στην κριτική αυτή.

Το μήνυμά του υπήρξε προφητικό και εξακολουθεί να είναι τέτοιο.

Ο Ντοστογιέφσκι είναι, πάνω από όλα, θεολόγος. Αντλεί από τη μοναστική, κυρίως, παράδοση της Εκκλησίας μας αλλά και αποπνέει το άρωμα της ευχαριστιακής κοινωνίας. Αλλά, ας το ομολογήσουμε με λύπη, η σύγχρονη Ορθόδοξη Εκκλησία μας και η θεολογία της δείχνουν να προτιμούν συχνά τη λογική και ηθική του Μεγάλου Ιεροεξεταστή.
πηγή: antifono.gr / Πωτοδημοσιεύθηκε στη "Νέα Ευθύνη", τ.3

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Η ΠΑΤΤΥ ΚΑΙ Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ


Η Πάττυ του Μέγκα, «ένα χαζοχαρούμενο κορίτσι, τραβάει 30.000 μανάδες και παιδιά στο Τάε Κβον Ντο Φαλήρου για να τραγουδήσει πλέι μπακ», παρατηρεί ο συνθέτης Παναγιώτης Καλαντζόπουλος στην (διαυγούς σκέψεως σημαντική) συνέντευξή του στην «Καθημερινή» [6.3.11].


Σιτεμένες αμερικανίδες σταρ πραγματοποιούν στην δύση – ή στα μεσάνυχτα- της καριέρας τους μια περιοδεία στην Ψωροκώσταινα (νυν Φορογιώργαινα) και τα εισιτήρια εξαντλούνται μέχρις εξαντλητικής εξαντλήσεως. Ανθυποπαραστάσεις εκ της αλλοδαπής προσελκύουν μιλιούνια θεατών, ενώ τα εισιτήρια δραματοποιημένων παραστάσεων του Μεγάλου Κυνός Σκούμπι-Ντου καθίστανται εξόχως ευρωβόρα στην αντίστοιχη μαύρη αγορά.

Παραλλήλως, προσπαθήστε μέρες που είναι να προτείνεται σε έναν μετέφηβο να παρακολουθήσει τους Χαιρετισμούς χωρίς να αποσπάσετε (α) το βλέμμα πληξάρας ενός μεσήλικος εν όψει του ετησίου ιατρικού τσεκ-απ του ή (β) το βλέμμα ενός πολίτη όταν μαθαίνει πως είναι υποχρεωμένος να περάσει τα επόμενα πρωινά του σε δημόσιες υπηρεσίες. Αδύνατον. Ναι μεν οι εκκλησίες είναι γεμάτες αυτές τις πέντε Παρασκευές, αλλά αν λάβουμε υπ’ όψιν μας το ποιά υμνολογία αναγιγνώσκεται εκεί μέσα, δεν είναι ούτε για αστείο τόσο γεμάτες όσο θα έπρεπε!

Εν ολίγοις: στο παρόν σημείωμα θα προσπαθήσω να διατυπώσω ολίγες νύξεις σχετικά με την αισθητική τέρψη που προκαλούν οι τέσσερις στάσεις του Ακαθίστου Ύμνου ως ακρόαμα ή κείμενο θεατρικό/λογοτεχνικό, ασχέτως με το γεγονός ότι αυτές αποτελούν Χαιρετισμούς του σώματος της Εκκλησίας προς την Θεοτόκο, και μάλιστα στον χρόνο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής (με ο,τι αυτό συνεπάγεται για το ευχαριστιακό σώμα ως σημασία και ως λειτουργία). Και να διερωτηθώ γιατί απουσιάζουν από τις πέντε αυτές Παρασκευές όσοι δεν συμπεριλαμβάνουν τον εαυτό τους στο «χριστεπώνυμον πλήρωμα», αλλά ορκίζονται για τις θύραθεν φιλο-καλικές τους ευαισθησίες (οπότε, ή τα αισθητικά κριτήρια του γράφοντος επηρεάζονται από την μετοχή του στην Εκκλησία ή οι ευαισθησίες των θύραθεν φίλων στερούνται το πλήρωμα της ειλικρινείας ελέω ιδεολογικού κωλύματος ή κολλήματος). Το ζήτημα έχει καλυφθεί από πολύ ικανώτερους, αλλά η επικαιρότητα είναι επικαιρότητα, και το manifesto τυγχάνει και εντός τόπου και εντός χρόνου.

Μου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να προσεγγίσει κάποιος τον Ακάθιστο Ύμνο από λογοτεχνικής απόψεως χωρίς να αποφανθεί παραυτίκα πως πρόκειτα περί αριστουργήματος. Ας προσεγγίσουμε το κείμενο ως κείμενο:

Πρώτ’ απ’ όλα, ο Ακάθιστος έχει καθαρά θεατρική δομή, και μάλιστα εξόχως χαριτωμένη (με το έτυμον της λέξεως), αφηγείται μια ιστορία – της οποίας τους διαλόγους παραθέτει αυτούσιους: στην πρώτη πράξη, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέπτεται την Θεοτόκο∙ και μόλις την αντικρύζει, αρχίζει το εγκώμιο: «Χαίρε, δι’ ης η χαρά εκλάμψει! Χαίρε, δι’ ης η αρά (=κατάρα) εκλείψει» και λοιπά και λοιπά. Ακολουθεί στιχομυθία της Θεοτόκου με τον Γαβριήλ, και μετά είσερχόμαστε στην δεύτερη πράξη: η Θεοτόκος επισκέπτεται την συγγενή της Ελισάβετ, την σύζυγο του Ζαχαρίου και μητέρα του Προδρόμου. Ο Πρόδρομος, έμβρυο στην μήτρα της Ελισάβετ, αντιλαμβάνεται ότι η Θεοτόκος εγκυμονεί τον Χριστό και «άλμασιν ως άσμασιν» (χοροπηδώντας στην μήτρα αντί για να φωνάξει, γιατί που να φωνάξει το έμβρυο) [1], αρχίζει: «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» και λοιπά. Ακολουθεί ένα μικρό επεισόδιο με τον Ιωσήφ, τον σύζυγο της Μαρίας, ο οποίος όσο νά’ναι έχει αρχικά τις αμφιβολίες του[2] , και μπαίνουμε στην τρίτη πράξη της ιστορίας μας: οι ποιμένες, οι βοσκοί, μαθαίνουν για το γεγονός της ενσαρκώσεως [3]και αρχίζουν την δοξολογία τους προς την Θεοτόκο με λεξιλόγιο που προκύπτει από τα… ζητήματα του επαγγελματικού τους κλάδου: «Χαίρε, αμνού και ποιμένος μήτηρ∙ χαίρε, αυλή λογικών προβάτων»[4] (τώρα πείτε μου, δεν διαπιστώνετε εδώ το λεπτό χιούμορ του ιδιοφυούς υμνογράφου, αναμεμειγμένο με την όντως φιλοκαλία του;). Στην τέταρτη πράξη, μαθαίνουν δια του αστέρος τα νέα οι Μάγοι και αρχίζουν τους Χαιρετισμούς τους∙ ακολουθούν και άλλες πράξεις, και δεν έχουμε καν μπει στην τρίτη από τις τέσσερις στάσεις του Ακαθίστου, βρισκόμαστε ακόμα στις δύο πρώτες…


Πρόκειται, σαφώς, περί κειμένου θεατρικού. Βέβαια, οι «Χαιρετισμοί», τα «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» προφανώς δεν ανήκουν μόνον στα πρόσωπα της ιστορίας που αφηγείται ο Ακάθιστος, στον Αρχάγγελο, στους Ποιμένες, στους Μάγους κ.λπ., αλλά ταυτόχρονα [η πρωτίστως] στους μετέχοντες στην Ακολουθία πιστούς, την Παρασκευή στην εκκλησία, οι οποίοι τα κραυγάζουν ως δρώντα πρόσωπα του δράματος δια του Πρεσβυτέρου τους.

Η θεατρική αμεσότητα των Χαιρετισμών δεν εξαντλείται στα «Χαίρε [...]! Χαίρε [...]!» που ψάλλει ο λαός της Εκκλησίας, αλλά βρίσκεται και σε άλλα σημεία του κειμένου, όπου τα συναντάμε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που θα τα συναντούσαμε σε ένα θεατρικό κείμενο η κινηματογραφικό σενάριο, και δη με κλιμάκωση: ρωτά η Θεοτόκος τον Αρχάγγελο:

-«Ασπόρου γαρ συλλήψεως την κύησιν πως λέγεις;»

-«Εκ λαγόνων αγνών υιόν πως εστι τεχθήναι δυνατόν; Λέξον μοι!»

Πέρα από την θεατρικότητα, το κείμενο του Ακαθίστου καθορίζεται από τον πανταχού παρόντα ρυθμό του: ολόκληρο το κείμενο διαρθρώνεται γύρω από το εξής επαναλαμβανόμενο μοτίβο: αφ’ ενός (α) την αλληλουχία των πολλών ζευγών ισόποσων στίχων σε κάθε χαιρετισμό/εγκώμιο, «Χαίρε, το φως αρρήτως γεννήσασα∙ χαίρε, το πως μηδένα διδάξασα» κλ.π., και αφ’ ετέρου (β) την εναλλαγή του ακροτελεύτιου σε κάθε χαιρετισμό «Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε» με το «Αλληλούϊα» που κάθε φορά έπεται στο κείμενο. Το ζήτημα βέβαια δεν είναι απλώς το αν υφίσταται ισορροπία και ρυθμός σε ένα κείμενο, αλλά το με πόση μαεστρία πραγματώνονται αυτά. Μια ανάγνωση του Ακαθίστου θα σας πείσει!

Προσέξτε τώρα την μουσικότητα του κειμένου: απλώς διαβάστε αργά, ρυθμικά και δυνατά το ακόλουθο απόσπασμα-παράδειγμα:

«Βλέπουσα η Αγία εαυτήν εν αγνεία, φησί τω Γαβριήλ θαρσαλέως∙»

Όπερ έδει δείξαι.

Ας προχωρήσουμε στις ποιητικές αρετές του κειμένου, στην καθ’ εαυτήν ποιητική του γλαφυρότητα, μέσω ελάχιστων παραδειγμάτων, σχεδόν τυχαίων μέσα στον κυκεώνα των διατυπώσεων-επιτευγμάτων:

«Χαίρε, δι’ ης νεουργείται η κτίσις∙ χαίρε, δι’ ης βρεφουργείται ο Κτίστης.»

Και μόνον αυτόν τον στίχο να αποσπάσει κανείς, αντιλαμβάνεται το κατόρθωμα της εκφραστικής. Πως να τον σχολιάσει κανείς χωρίς να τον μαγαρίσει…

Επόμενο:

«Και την εύκαρπον ταύτης νυδήν,/ ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν / άπασι, τοις θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν».

Το αποδίδω στην τρέχουσα μορφή της γλώσσας για τις ανάγκες όσων έμαθαν ελληνικά επί υπουργίας Διαμαντοπούλου: «και υπέδειξε την εύφορη μήτρα της (νυδής=μήτρα) ως χωράφι καλό για όλους, όσοι επιθυμούν να θερίσουν την σωτηρία». Το «νυδήν» ακολουθείται από την ομοιοκαταληξία «ως αγρόν υπέδειξεν ηδύν», η οποία όμως συμπαρασύρει και το περιεχόμενο των στίχων, το νόημα, αφού την χρήση της έννοιας του αγρού ακολουθεί η έννοια του θερισμού, του θερισμού της σωτηρίας όμως. Το λοιπόν, ας αναφωνήσω ασμένως: λογοτεχνία, όχι αστεία! Σε όλο τον Ακάθιστο παρατηρείται τέλεια χρήση των εκφραστικών τρόπων της γλώσσας: εδώ θα μνημονεύσουμε την ευστοχώτατη κρίση του Κώστα Ζουράρι, ο οποίος διαβεβαιώνει ότι «τα τρία σημαντικώτερα και τελειώτερα ποιήματα της ελληνικής γλώσσας είναι η Ιλιάδα, ο Ακάθιστος Ύμνος και ο Ερωτόκριτος»[5] .Ενίοτε έχω την αίσθηση ότι κάποιες ομοιοκαταληξίες έχουν επιλεγεί ακριβώς για να προξενήσουν ένα χαμόγελο λόγω μιας ζυγισμένης υπερβολής τους, στα πλαίσια του κατά τη γνώμη μου σκόπιμου και υπαρκτού λεπτοτάτου χιούμορ σε μερικά (μάλλον λίγα) σημεία του κειμένου: «μέλλοντος Συμεώνος του παρόντος αιώνος μεθίστασθαι του απατεώνος…». Αλλού η ομοιοκαταληξία «δένει» εκθαμβωτικά με το περιεχόμενο του στίχου, σε σχήμα θέσης-άρσης (η συναμφότερου): «Χαίρε, φιλοσόφους ασόφους δεικνύουσα∙ χαίρε, τεχνολόγους αλόγους ελέγχουσα». Παράλληλα, το κείμενο βρίθει συνειρμικών εικόνων σπάνιας μαεστρίας: «ρήτορας πολυφθόγγους ως ιχθύας αφώνους ορώμεν επί σοι, Θεοτόκε» κλπ. Όλα αυτά τα αποσπάσματα χάνουν μεγάλο κομμάτι από την αίγλη τους όταν παρατίθενται αποκομμένα από την ενότητα του κειμένου, από τον ρυθμό του, την θεατρικότητά του και την ισορροπία του: ενταγμένα όμως στην ολότητά του σε κάνουν, πραγματικά, να παλαβώνεις.

Να σημειωθεί ότι ο Ακάθιστος χωρίζεται σε 24 «οίκους» (στροφές), ο καθείς εκ των οποίων ξεκινά με ένα γράμμα του αλφαβήτου[6] : δηλαδή, όλα αυτά τα γλωσσικά επιτεύγματα που αναφέραμε καταφέρνουν και ανθούν μέσα στον (φαινομενικό) νάρθηκα της υποχρεωτικής έναρξης κάθε οίκου-στροφής από το επόμενο γράμμα του αλφαβήτου!

Είπαμε ότι θα εξετάσουμε τον Ακάθιστο μόνον ως λογοτεχνικό/θεατρικό κείμενο. Δεν θα μιλήσουμε για το πως θεολογεί αυτό το κείμενο, σε τι βάθος και με πόση ομορφιά. Επιτρέψτε μου όμως να ενδώσω στον πειρασμό και να παραθέσω ένα, μόνο ένα, ψήγμα της θεολογίας του κειμένου, το πως εικονογραφεί το ότι «παρήλθεν η κατάρα του Νόμου»:

«Χάριν δούναι θελήσας οφλημάτων αρχαίων ο πάντων χρεωλύτης ανθρώπων, επεδήμησε δι’ εαυτού προς τους αποδήμους της αυτού χάριτος∙ και σχίσας το χειρόγραφον, ακούει παρά πάντων ούτως∙ Αλληλούϊα!»

Τι εικόνα: γράφονται και καταγράφονται τα «οφλήματα» των ανθρώπων, από τα πλέον αρχαία χρόνια, διαρκώς: και ξαφνικά, ο Θεός απλώς -απλούστατα- «σχίζει το χειρόγραφο». Η Θεολογία ως Ομορφιά!

Ο θαυμασμός που προκαλεί αυτό το αριστουργηματικό κείμενο, ο Ακάθιστος Ύμνος, δύναται να καταστήσει τούτο ‘δω το άρθρο σχοινοτενέστατο και πάνυ ουρανομήκες, γι’ αυτό συγκρατούμαι και καταλήγω κάπου εδώ. Δεν μπορώ όμως να μην διερωτηθώ: δεν είναι πραγματικά κρίμα να διαβάζεται τέτοιο αριστούργημα σε μια εκκλησία δίπλα σου, στη γειτονιά σου, να ψάλλεται και να απαγγέλεται ένα κείμενο ζωντανό [7] που αποπνέει τόση ομορφιά και δωρίζει τέτοια αγαλλίαση στην καρδιά σου από το κάλλος του και μόνο, και εσύ να απέχεις λόγω της βλακώδους αναγωγής «εκκλησία=σκοταδισμός, μεσαίωνας, συντηρητισμός» ή λόγω ανεξηγήτου πλην μείζονος πληξάρας; Είναι δυνατόν να λείπεις, να μην είσαι εκεί, ασχέτως της σχέσης σου με το εκκλησιαστικό γεγονός; Πόσω δε μάλλον αν καμώνεσαι ότι ασχολείσαι έστω και λίγο με τα γράμματα η την Τέχνη! Αναπηρία!


[1]Παραθέτω το απόσπασμα, διότι μου είναι αδύνατον να μην παραθέσω τουλάχιστον τους πρώτους στίχους του εγκωμίου του βρέφους λόγω της εκθαμβωτικής λογοτεχνικής και εικονολογικής ομορφιάς τους: «Το δε βρέφος εκείνης ευθύς, επιγνόν τον ταύτης ασπασμόν, έχαιρε∙ και άλμασιν ως άσμασιν, εβόα προς την Θεοτόκον∙ Χαίρε, βλαστού αμαράντου κλήμα∙ χαίρε, καρπού ακηράτου κτήμα. Χαίρε γεωργόν γεωργούσα φιλάνθρωπον∙ χαίρε, φυτουργόν της ζωής ημών φύουσα».

[2']«Ζάλην ένδοθεν έχων λογισμών αμφιβόλων, ο σώφρων Ιωσήφ εταράχθη, [...] κλεψίγαμον υπονοών άμεμπτε∙ μαθών δε σου την σύλληψιν εκ Πνεύματος Αγίου έφη∙ Αλληλούϊα!»

[3]Και πάλι, αδύνατον να μην παρατεθεί η ομορφιά της εικόνας: «[...] θεωρούσι τούτον (σ.σ.: τον Χριστό) ως αμνόν άμωμον εν τη γαστρί Μαρίας βοσκηθέντα…».

[4]Ειρήσθω εν παρόδω: ο Κώστας Ζουράρις έχει αναλύσει πολλάκις και με ζηλευτή μαεστρία το «χαίρε, αυλή λογικών προβάτων» ως σύνοψη της ελληνικής («ιλιαδορωμέηκης») πολιτικής θεωρίας: αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης.

[5]Μα, αυτό είναι το δράμα: ότι ο Ακάθιστος, αυτή η κείμενη τελειότητα, αποτελεί για αρκετούς «προοδευτικούς» συμπολίτες μας (να χαρώ εγώ πρόοδο!) απλώς ένα θρησκευτικό κείμενο για αφελή γραϊδια∙ έχουν τον θησαυρό στο ντουλάπι τους και αδυνατούν να τον εκτιμήσουν. Ο όντως αθεόφοβος Βασίλης Αλεξάκης εκφράζει την άποψη στο εντυπωσιακά ευπώλητο βιβλίο του «μ.Χ.» ότι «ο Ακάθιστος είναι τόσο δημοφιλής επειδή είναι παντελώς δυσνόητος∙ δεν έχει κάποια ιδιαίτερη αξία»- η κάπως έτσι. Ας είναι…

[6]Άγγελος πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη… Βλέπουσα η Αγία εαυτήν εν αγνεία… Γνώσιν άγνωστον γνώναι η Παρθένος ζητούσα… Δύναμις του Υψίστου επεσκίασε τότε προς σύλληψιν τη Απειρογάμω…

[7]ζωντανό: διαβάζεται ΚΑΘΕ χρόνο σε ΚΑΘΕ εκκλησία/γειτονιά από πραγματικούς ανθρώπους, κάθε προέλευσης/τάξης/μόρφωσης κ.λπ. Περίπου 1.400 χρόνια τώρα. 1.400 χρόνια! Πραγματικό λαϊκό γεγονός, λαού ζώντος και πάντοτε παρόντος, εκεί, αυτές τις πέντε Παρασκευές του χρόνου. Που αλλού!

Σωτήρης Μητραλέξης, στρατευμένος φιλόλογος

http://www.antibaro.gr/node/2830