Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας για τον Μακαριστό Αυγουστίνο Καντιώτη: Απεσταλμένος από την πρόνοια του Θεού

«Το πέρασμα του πατρός Αυγουστίνου από την Κοζάνη στα χρόνια της κατοχής, τοποθετούμενο στα ευρύτερα ιστορικά πλαίσια της ζωής του Γένους μας, εμφανίζει πολλές αναλογίες με τις μορφές και τη δράση ανδρών, οι οποίοι σε κρισίμους καιρούς απεστάλησαν από την πρόνοια του Θεού, για να διασώσουν την πνευματική ταυτότητα του λαού μας, αλλά και αυτή τη βιολογική του υπόσταση»(Από επιστολή του στον Αρχιμ. Παναγιώτη Μύρου, στο βιβλίο «Αντίσταση της αγάπης», β εκδοση 1991, σ.σ.494). Σαν απόδειξη της εκτίμησης του Αγίου Περγάμου παραθέτω το παρακάτω κείμενο που καταδεικνύει του λόγου το αληθές.

         "  Η δράση του π. Αυγουστίνου  στην Κοζάνη τα ετη 1943-1945 ήταν τόσο μεγάλη, που έχει γραφτεί γι΄ αυτήν ολόκληρο βιβλίο. Ο ίδιος άλλωστε έλεγε: «Στο χάρτη της καρδιάς μου πρωτεύουσα είναι η Κοζάνη». Με μεγάλη δυσκολία σταχυολόγησα –στην κυριολεξία– τα παρακάτω, χωρίζοντάς τα στις εξής θεματικές ενότητες, για να διευκολύνω την ανάγνωσή τους:

Α. ΚΗΡΥΓΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ

           Στην πόλη της Κοζάνης τότε υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Αυτό έγινε αντιληπτό από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του εκεί ο π. Αυγουστίνος: μπήκε μέσα σ΄ ένα γαλακτοπωλείο και παρήγγειλε τσάι. Δεν είχαν και του έβγαλαν σαλέπι. Όταν του το έφεραν, έβγαλε ένα ξεροκόμματο να βουτήξει και του έπεσαν μερικά ψίχουλα κάτω. Τότε χίμηξαν όλοι, μαλώνοντας ποιος θα τα πρωτοαρπάξει! Συντετριμμένος μοιράζει το σαλέπι και το ξεροκόμματο και φεύγει. Κατάλαβε ότι κάτι έπρεπε να κάνει γι΄ αυτήν την κατάσταση. Από τότε ο Αυγουστίνος θεώρησε πρώτιστο καθήκον του να στηλιτεύει του πλουσίους, που δεν βοηθούσαν την κατάσταση, με πραγματικά πολύ σκληρή γλώσσα, πιστεύοντας, όπως αναφέραμε και στην αρχή, ότι θέλουν βουκέντρα για να ξυπνήσουν. Μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα τότε κηρύγματα του, που, σε όσους γνωρίζουν, ίσως να θυμίσουν τον τρόπο που μιλούσε και προσπαθούσε να ξυπνήσει συνειδήσεις ο Κοσμάς ο Αιτωλός τον καιρό της επανάστασης –και τον οποίο Κοσμά Αιτωλό, σημειωτέον, θαύμαζε ο π. Αυγουστίνος:
«Εν ονόματι του Ιησού Χριστού, εν ονόματι των αγγέλων, εν ονόματι των αγίων, σας εξορκίζω να δώσετε για τους πεινασμένους».
«'Αγε νυν οι πλούσιοι κλαύσατε ολολύζοντες… Πεθαίνουν τα παιδιά μας. Δεν πονάτε; Δε φοβάστε το Θεό; Εκμεταλλεύεστε τον πόνο και τη δυστυχία. Ξεγυμνώνετε τους φτωχούς. Μη χαίρεστε. Σας προειδοποιώ. Αυτά που παίρνετε θα γίνουν σάβανα. Οι αποθήκες θα μείνουν έρημες. Στα σπίτια σας κουκουβάγιες θα λαλήσουν».
«Ο άσπλαγχος τρέφει τα σκυλιά, τα ζώα του, αλλά πού να δώσει εις εκείνον που πεινά! Θα τον αφήσει να πεθάνει εις την θύραν της οικίας του, ως απέθανον τόσοι και τόσοι εις τας θύρας των καλλιμαρμάρων μεγάρων των Αθηνών και αι κυρίαι και δεσποινίδες από τους γρίλλους των παραθύρων εθεώντο απαθείς τον θάνατον των νεωτέρων Λαζάρων της εποχής μας».
«Πλούσιοι που δεν ελεείτε! Κλαύσατε από τώρα. Θα τιμωρηθείτε διά την ασπλαγχνίαν σας. Εις τον ορίζοντα φαίνονται τα μαύρα σύννεφα της οργής του Θεού. Δεν είναι ιδικά μου λόγια, είναι λόγια του Ευαγγελίου. Ανοίξατε την Καινήν Διαθήκην, Ιακώβου επιστολή… Αυτά λέγει ο Θεός. Πλούσιοι! Δεν σας μισούμεν. Σας αγαπώμεν με την αγάπην του Χριστού, η οποία μας επιβάλλει να σας είπωμεν την αλήθειαν. Ίδετε την δυστυχίαν του λαού μας και ελεήσατε...». 
Ο λόγος του είναι ζωντανός και προσωπικός, ώστε ο καθένας να νομίζει ότι απευθύνεται σ΄ αυτόν. Από μαρτυρία του Αθανασίου Καστάμη:
«"-Νάτος, νάτος, εδώ είναι, μαζί μας είναι. Σε βλέπω, σε βλέπω! Εσένα μαυραγορίτη. Εσένα που δεν κοιμόσουν χθες το βράδυ. Εσένα που έτρεχες όλη τη νύχτα και τώρα κοιμάσαι. Σε βλέπω κι εσένα κλέφτη, που έκλεβες χθες βράδυ!" Οι άνθρωποι κοιτάζουν ο ένας τον άλλον. Ψάχνουν ανάμεσά τους. Κι ο κήρυκαςσυνεχίζει με μια χαρακτηριστική κίνηση:
-Έλα εσύ. Έλα εδώ!
Ασυναίσθητα κάποιος μετακινείται προς το μέρος του ομιλητού. Αλλά ο λόγος συνεχίζεται και τότε αντιλαμβάνεται ο ακροατής πως δεν κλήθηκε προσωπικά αυτός, αλλά το κάλεσμα ήταν τέχνασμα για να ζωηρέψει ο λόγος.»

           Μια μέρα, στο ναό του Αγ. Νικολάου Κοζάνης ήταν παρών και κάποιος συνοδικός έξαρχος. Ο Αυγουστίνος αρχίζει να κηρύττει και σε κάποια φάση λέει τα εξής (μαρτυρία Ηλία Ταβουλαρίδη):

«"Ο αδελφός σου πεινά, υποφέρει, πεθαίνει. Πώς ησυχάζεις; Πώς κοιμάσαι; Ναι αδελφοί μου, την ώρα που ο φτωχός λαός πεθαίνει από την πείνα, κάποιοι άλλοι κάτω στην Αθήνα έχουν μεγάλες κοιλιές και μέγαρα…" Τότε ο συνοδικός έξαρχος σηκώνεται να φύγει και δίνει εντολή τους επιτρόπους να σβήσουν τα κεριά, που ήταν αναμμένα στους πολυελέους. Οι επίτροποι εκτελούν την εντολή και ο ναός σκοτεινιάζει. Ο ψάλτης του ναού Ναούμ Σκαρκαλάς φωνάζει: "Μη σβήνετε τα κεριά στους πολυελέους. Εγώ θα τα πληρώσω. Ν΄ αναφθούν όλοι. Σας παρακαλώ. Κρατήστε όλο το μισθό μου. Ανάψτε τους πολυελέους!" Και ο ομιλητής προσθέτει: "Ντροπή. Είναι ντροπή! Ανάψτε κεριά και θα τα πληρώσω εγώ από το πτωχό μου βαλάντιο".  …Όσοι βρίσκονται κοντά στα παγκάρια αγοράζουν κεριά. Δίνουν και σ΄ άλλους που βρίσκονται πιο μπροστά. Μοιράζονται κεριά σ΄ όλο το εκκλησίασμα. Μαζεύονται πέντε-έξι και κάνουν ανθρωποσκάλα· σκαρφαλώνουν ίσαμε τον πολυέλεο. Ανάβουν τα κεριά. Το φως μεταδίδεται παντού. Φωταγωγείται όλος ο κόσμος. Μοιάζει να είναι Ανάσταση. Ήταν τόσα τα κεριά, ώστε μας ερχόταν λιποθυμία. Το κήρυγμα συνεχίζεται…».
           Φαίνεται ότι τα κηρύγματα του έκαναν πολύ εντύπωση τη ζοφερή εκείνη εποχή της κατοχής. Ο Θωμάς Κουντουράς αναφέρει: «Εγώ θυμούμαι τη μητέρα μου που ερχόταν από το κήρυγμα και έκλαιγε στο σπίτι. Έκλαιγε κόσμος πολύς στις εκκλησίες όταν κήρυττε ο π. Αυγουστίνος. Δεν ήταν που χόρταινε το στομάχι μόνο. Χόρταινε τους ανθρώπους και με το κουράγιο που έδινε…». Κατά τον Ιωάννη Θάνο, «Αυτά που έλεγε τα πίστευε βαθειά και ήταν έτοιμος να θυσιαστεί για τον άνθρωπο, για το λαό. Κανένα εμπόδιο δεν τον σταματούσε…»


Β.ΙΔΡΥΣΗ ΕΣΤΙΑΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
           Μέσα σε δύο μήνες από την έλευσή του, έχει γίνει γνωστός σε όλη την Κοζάνη. Παράλληλα όμως με τον προφορικό λόγο χρησιμοποιεί και το γραπτό. Και ενώ στην Κοζάνη δεν κυκλοφορεί τότε κανένα τοπικό έντυπο, αυτός εκδίδει και κυκλοφορεί αδιάκοπα ένα θρησκευτικό φυλλάδιο, στο οποίο δίνει κατά καιρούς διάφορα ονόματα: «ΑΓΑΠΗ», «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ», «ΕΣΤΙΑ ΣΥΣΣΙΤΙΟΥ», «ΕΣΤΙΑ», «ΑΛΗΘΕΙΑ». Ο κόσμος έβλεπε το έργο του και του συμπαραστεκόταν.
Β. Έτσι συσπείρωσε γύρω του έμπιστους συνεργάτες. Απόρροια της δράσης του αυτής και της οργανωτικής του ικανότητας ήταν η ίδρυση της Εστίας Κοζάνης, που οργάνωνε καθημερινά συσσίτια. Στην αρχή συγκέντρωνε 50 μερίδες ημερησίως. Με τα κηρύγματα όμως, την αυστηρή οργάνωση και τη συνεχή προσωπική του ενασχόληση, έφτασε τελικά να μοιράζονται 8000 μερίδες καθημερινά και το έργο του αυτό μάλιστα να επαινέσει και ο Ερυθρός Σταυρός! Στην εφημερίδα «ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» διαβάζουμε το παρακάτω χαριτωμένο περιστατικό, σε χρονογράφημα: «ΕΚΑΤΟ ΔΡΑΜΙΑ ΦΑΚΕΣ»……….

Γ. ΑΤΟΜΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
           Πάνω απ΄ όλα όμως, φρόντιζε να δίνει το σωστό παράδειγμα στους γύρω του.  Μερικά περιστατικά από ανθρώπους που τον έζησαν:


1. Ρακένδυτος
«Ήταν μάλλον ρακένδυτος. Θέλαμε εμείς να του αγοράσουμε ένα ράσο, για να μη φοράει συνέχεια εκείνο το μπαλωμένο.

-Όχι, έλεγε. Καλό είναι αυτό.

Κι όμως ήταν τριμμένος ο γιακάς. Παμπάλαιο πράγμα. Φορούσε άρβυλα, τα ίδια όλα τα χρόνια. Ήταν μάλιστα διαφορετικής καταγωγής το ένα από το άλλο. Είχαν από κάτω πρόκες, κι όταν περπατούσε ακουγόταν: κραπ-κρουπ, κραπ-κρουπ…»
 (Μυλιώνης Αλέξανδρος)


2. Στο φούρνο
«Πρώτη φορά γνώρισα  τον π.  Αυγουστίνο  στο φούρνο... ΄Ηρθε να πάρει ψωμί. Δεν έφθαναν όμως τα χρήματα. Του έλειπαν κάτι ψιλά. Και δεν του έδωσαν ψωμί. Εγώ βρέθηκα εκεί για να πάρω το ψωμί, που ζύμωσα στο σπίτι και τα είχα φέρει να ψηθεί. Προσφέρθηκα να του δώσω ένα κομμάτι. Εκείνος όμως δεν δέχθηκε.

-Υπάρχουν φτωχοί, μου είπε. Μπορείτε να το δώσετε σ΄ αυτούς.
-Σας παρακαλώ, πάτερ, πάρτε λίγο ψωμί. Είναι δικό μου. Εγώ το έχω ζυμωμένο. Πάρτε ένα κομμάτι για να φάτε...

-΄Οχι, όχι... Υπάρχουν φτωχοί· να το δώσετε εκεί. Δεν επέμεινα περισσότερο...»
 (Τζιούτζιου Μαριάνθη)


3. Δεν δέχεται τα κάρβουνα
«Εκείνη την εποχή του χειμώνα ορισμένοι Κοζανίτες είχαν προτείνει στον π. Αυγουστίνο να του δώσουν ένα - δυο τσουβάλια κάρβουνο. ΄Ηταν μόνος του. Το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό. Θυμάμαι ειδικά κάποιον που θέλησε να του δώσει ένα τσουβάλι ξυλοκάρβουνα. Ο π. Αυγουστίνος όμως του είπε να τα πάει σε μια οικογένεια που έχει μικρά παιδιά και κρυώνουν, για να ζεσταθούν. Πολλές τέτοιες περιπτώσεις έχω υπόψη μου». (Σταμπουλής Γεώργιος)



4. Δυο κομμάτια μπομπότα
«Μας έλεγαν συχνά από τα σπίτια:

-΄Ο π. Αυγουστίνος είναι πολύ αδύνατος. ΄Εγινε χάλια. Δεν θ΄ αντέξει σ΄ αυτόν το σκληρό αγώνα. Πείτε του και σεις να τρώει κάτι.
Πού τολμούσαμε εμείς να του πούμε κάτι τέτοιο…
Θυμάμαι κάποτε έκανε η μητέρα μου μπομπότα με καλαμποκάλευρο και χόρτα από τον κήπο.
-Πάρε δυο κομμάτια, μου λέει, να τα πας στον π. Αυγουστίνο και μετά να πας στα συσσίτια.
Παίρνω δυο κομμάτια πίττα, με φόβο βέβαια, και πάω στο σπίτι του. Χτυπώ την πόρτα. Σε λίγο τον βλέπω να βγαίνει.
-Τι είναι, παιδί μου; Τι θέλεις;
-Η μητέρα μου σας στέλνει λίγη πίττα.
-Εκεί που πεινάνε. Εκεί που πεινάνε.
Αυτή ήταν η απάντησή του. Δεν είπα κουβέντα. Κοκκίνισα μόνο και γύρισα στο σπίτι.
-Μαμά, μη με ξαναστείλεις. Να τη δώσουμε εκεί που πεινάνε, μου είπε.
΄Ομως κι αυτός πεινούσε. Αλλά αρκούνταν στα νερόβραστα ρεβίθια της Λέσχης»
.
ΣΗΜ.: πρόκειται για τη Λέσχη Δημοσίων Υπαλλήλων Κοζάνης, που είχε τότε τη φήμη ότι είχε το χειρότερο φαγητό. (Δρίζη-Σκρέκα Αικατερίνη)

5. Τα άρβυλα
«Το σπίτι μου στην Κοζάνη ήταν κοντά στο σπίτι που καθόταν ο π. Αυγουστίνος. Τον έβλεπα συχνά να περνάει το δρόμο μπροστά από το σπίτι μας. Είδα μια μέρα με τα ίδια μου τα μάτια να βγαίνουν τα δάχτυλα των ποδιών του έξω από τα παπούτσια. Πήρα τότε ένα ζευγάρι άρβυλα από τον πατέρα μου, που ήταν τσαγκάρης και τα έδωσα στον ιεροκήρυκα. Ύστερα από τρεις ημέρες τον είδα πάλι με τα παλιά άρβυλα.
-Τι έγιναν τα άρβυλα που σας έδωσα πάτερ μου; τον ρώτησα
-Κάποιος άλλος είχε περισσότερη ανάγκη από μένα, μου απάντησε.
Με συγκίνησε τόσο, ώστε δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το γεγονός».
 (Ρόσιου Άννα)

6.Μέτρα για παπούτσια
«Ένα απόγευμα, γύρω στις 5, πέρασε ο πατήρ έξω από τον Τρικούκη, τον τσαγκάρη. Εγώ ήμουνα μέσα στο μαγαζί. Μου λέει ο Γιάννης ο Τρικούκης
-Κώστα δεν φωνάζεις τον πάτερ; Πού πάει;
Βγαίνω έξω, τρέχω από πίσω του και τον φωνάζω: -Πάτερ, πάτερ, μια στιγμή.
-Τι θέλεις παιδί μου, Κώστα;
-Σας ζητάει ο Γιάννης ο Τρικούκης.
-Τι με θέλει;
-Τι να σας πω πάτερ, δεν ξέρω.
Τέλος πάντων, γυρνούμε. Μπροστά ο πάτερ και πίσω εγώ.
-Καλησπέρα κυρ Γιάννη.
-Καλώς τον πάτερ. Ξέρεις τι σκέφθηκα πάτερ;
-Τι;
-Να σε κάνω ένα ζευγάρι παπούτσια.
-Πολύ ευχαρίστως κυρ Γιάννη.
Έβγαλε το δεξιό άρβυλο για να του πάρει μέτρα. Είχε δυο δάχτυλα λάσπη. Το απόγευμα όλο έβρεχε.
Αφού πήρα τα μέτρα ο Γιάννης, του λέει ο πατήρ:
-Κυρ Γιάννη
-Ορίστε πάτερ.
-Κάνω μια παράκληση. Ποιο νούμερο είναι για το πόδι μου;
-Το 42 πάτερ.
-Να κάνω μια ακόμη παράκληση;
-Ό,τι θέλεις πάτερ.
-Εκεί που θα κάνεις ένα ζευγάρι μεγάλα, γίνεται να κάνεις δύο ζευγάρια μικρά;
Ο κυρ-Γιάννης έκανε δυο ζευγάρια παπούτσια και ο πατήρ τα έδωσε σε μικρά παιδιά».
 (Πιαλτού Κωνσταντίνος)


7. Παπούτσια για τους φτωχούς
«Κρατούσα στο σπίτι μου ένα ζευγάρι αρβύλες από τον Αλβανία ακόμη. Όταν είδα ότι ο Αυγουστίνος περπατάει με τρύπια παπούτσια, σκέφθηκα να του δώσω τις αρβύλες μου. Τον συνάντησα και του τις προσέφερα.
-Υπάρχουν κι άλλοι που είναι ξυπόλητοι, μου είπε. Να τις δώσεις σ΄ αυτούς.
-Και πού είναι πάτερ αυτοί; τον ρωτώ.
Με παίρνει τότε και πάμε μαζί πάνω στα Ηπειρώτικα, σε μια φτωχογειτονιά. Μπήκαμε σ΄ ένα σπίτι με πολλά παιδιά, ξυπόλητα τα περισσότερα.
-Εδώ χρειάζονται περισσότερο, μου είπε.
Αφήσαμε εκεί τις αρβύλες και φύγαμε». (Ελευθεριάδης Γεώργιος)

8. Ούτε δοκιμάζει
«Ήταν σχεδόν έτοιμο το φαγητό. Η κ. Κλώνταρη, που είχε περισσότερο θάρρος, απευθύνθηκε στον π. Αυγουστίνο:

-Πάτερ, δοκιμάστε το φαγητό μας.

-Αφού το δοκιμάζετε εσείς, δεν χρειάζεται να το δοκιμάσω κι εγώ.
Αυτά μας είπε και συνέχισε το δρόμο του και τη δουλειά του».
 (Τσιρλιγκάνη Ελένη)

«Ήρθε ο πατήρ μια μέρα που ήταν η σειρά μας να μαγειρέψουμε κι εμείς του είπαμε:
-Πάτερ έλα να δοκιμάσεις τα φαγητά που κάναμε, για να δεις αν είναι καλά.
-Τι ξέρω εγώ απ΄ αυτά; Σεις είστε νοικοκυρές και ξέρετε καλύτερα από μένα.
Εμείς τότε τον ξαναρωτήσαμε:
-Πάτερ, γιατί δεν τρώτε από το δικό μας το φαγητό, που τρώει τόσος κόσμος, και πάτε στη Λέσχη;
-Το δικό μου φαγητό στη Λέσχη ποιος θα το φάει; Αν δεν πάω θα το πετάξουν. Εγώ θα φάω τις νερόβραστες φακές στη Λέσχη κι αυτό εδώ ας το φάει κάποιος φτωχός, που δεν έχει και θα έμενε νηστικός». (Κοντογούνη Θεοδώρα)
«Μια άλλη μέρα θυμάμαι, δυο κυρίες ετοίμασαν, ύστερα από παραγγελία του πατρός, μια γευστική κρέμα και παρακάλεσαν τον πατέρα Αυγουστίνο να την δοκιμάσει και, εάν την εγκρίνει, να ετοιμάσουν την ανάλογη ποσότητα. Ο π. Αυγουστίνος σιωπηλός άπλωσε το χέρι του και έπιασε από τον ώμο έναν μικρό τρόφιμο και τον έφερε μπροστά στις κυρίες.

-Δώστε στο παιδί να δοκιμάσει.
Κι αμέσως μετά απευθύνθηκε στο παιδί.
-Σου άρεσε παιδί μου η κρέμα;
Στην καταφατική απάντηση του παιδιού είπε:
-Να την ετοιμάσετε, αφού άρεσε στο παιδί!
Ο πατήρ ποτέ δεν δοκίμαζε κάτι. Ποτέ δεν τον είδαμε να τρώει». (Καφάση Μίνα)
«Μια φορά είχε υψηλό πυρετό… Πήγα στο σπίτι να του ετοιμάσω ένα τσάι. Θυμήθηκα όμως πως δεν είχε ζάχαρη. Κατέβηκα τρέχοντας στην Εστία και σ΄ ένα χαρτί έβαλα λίγη ζάχαρη. Παρόλο που είχε 39 πυρετό, το αντιλήφθηκε και μου είπε: 
Ποιος σου είπε να πας και να πάρεις ζάχαρη; Η ζάχαρη δεν ανήκει σ΄ εμένα. Είναι για τους φτωχούς. Φέρε μου το τσάι όπως είναι.
Ήπιε το τσάι σκέτο κι εγώ επέστρεψα τη ζάχαρη στην Εστία». (Τιάλιος Κωνσταντίνος)

Δ. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ
           Στη διανομή των συσσιτίων δεν έκανε διακρίσεις. Αντιμετώπισε μάλιστα πολλούς κινδύνους γι΄ αυτό, κατηγορούμενος άλλοτε ως κομμουνιστής, επειδή έτρεφε και κομμουνιστές, και άλλοτε ως φασίστας, επειδή έτρεφε και Βουλγάρους. Όταν τον έφεραν ενώπιον ενός Γερμανού διοικητή (είχαν μάλιστα παρουσιάσει για απόδειξη και τον κατάλογο 500 παιδιών από κομμουνιστικές οικογένειες), στην ερώτησή του:
«-Γιατί το κάνεις αυτό; Γιατί τρέφεις τους κομμουνιστές;»
εκείνος απαντά:
«-Εγώ δεν είμαι ούτε πολιτικός ούτε στρατιωτικός. Είμαι ιερεύς του Υψίστου. Δεν επιτρέπεται να χάνω διακρίσεις. Για να σας εξηγήσω καλύτερα τη θέση μου, θα σας πω μια παραβολή. Είναι στο βουνό μια βρύση. Περνάει ο άγιος, πίνει. Περνάει ο ληστής, πίνει. Πλησιάζει το αρνί, πίνει. Ο λύκος, πίνει. Έρχεται το περιστέρι, πίνει. Το γεράκι, πίνει. Σε κανένα δεν αρνείται να προσφέρει το νερό της. Δεν κάνει διακρίσεις. Κι εγώ ένα ρυάκι είμαι. Μια βρυσούλα μέσα στην πόλη. Τους ταΐζω όλους. Τους ποτίζω όλους. Δεν κάνω διακρίσεις. Αν εσείς έχετε λόγους να κάνετε διακρίσεις, εγώ δεν έχω τέτοιους λόγους.»
           Ο διοικητής, για να σχηματίσει άποψη για το έργο του Αυγουστίνου, επισκέπτεται κι ο ίδιος τα συσσίτια. Μένει έκπληκτος και δίνει εντολή σε Γερμανούς στρατιώτες να εφοδιάσουν την Εστία με πολλά τσουβάλια από αφυδατωμένη πατάτα".(Πηγή:Κατασκηνωση Πρώτης)

1 σχόλιο:

Anastasios είπε...

Καλημέρα και Καλό Μήνα!

Καλή Σχολική, Ποδοσφαιρική κι Εκκλησιαστική χρονιά, γεμάτη επιτυχίες και πρόοδο.

Κι όπως λένε κι οι Άγγλοι: "September blow soft till the fruit's in the loft".