Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Είκοσι χρόνια από την οσιακή κοίμηση του Μαντινείας και Κυνουρίας κυρού Θεοκλήτου του Β’ (Φιλιππαίου)


Τού Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ. Χρυσοστόμου.

Ήταν απόγευμα της 8ης Ιανουαρίου 1995, πριν είκοσι ακριβώς χρόνια, όταν ενώπιον της Αγίας Τραπέζης, του Καθολικού της Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Καλτεζών, έγειρε η ιερά και σεβασμία κεφαλή του αειμνήστου Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας Θεοκλήτου και η αγιασμένη ψυχή του έφυγε για την ουράνια πατρίδα, ένθα ήχος καθαρός εορταζόντων και βοώντων απαύστως, το «Κύριε Δόξα σοι».


Έγινε όπως το είχε προείπει. Πραγματοποιήθηκε η επιθυμία του σεμνού, ταπεινού, πεπαιδευμένου, ευγενούς και αρχοντικού άμα, Ιεράρχου, ο οποίος «εν αναβάσει θυσιαστηρίου αγίου εδόξασε περιβολήν αγιάσματος...,ως ήλιος εκλάμπων επί Ναόν Υψίστου» (Σειρ, ν΄, 11,7).
« Παρακαλώ τον Θεό» έλεγε, «να φύγω όρθιος και μέσα σε ένα Ναό του Αγίου Νικολάου». Στο ερώτημά μας « γιατί Σεβασμιώτατε, επιθυμείτε να φύγετε από τον κόσμο αυτό μέσα σε ένα Ναό του Αγίου Νικολάου;», η απάντηση ήταν αυθόρμητη, απλή και απέπνεε βεβαιότητα. « Έχω αυτή την επιθυμία διότι ευλαβούμαι ιδιαιτέρως τον Άγιο Νικόλαο, έφερα κατά κόσμον το όνομά του και χειροτονήθηκα στον Ναό του Αγίου Νικολάου. Επιθυμώ δε να φύγω όρθιος, ίνά μη στενοχωρήσω κάποιους η απασχολήσω εξ’ άλλων εργασιών, αφού θα είναι υποχρεωμένοι να με περιθάλπουν. Πάντως ας γίνη το θέλημα του Κυρίου...»
Αναμνημισκόμενος εκείνων των γεγονότων θα προσπαθήσω εν συγκινήσει βαθυτάτη και κατά χρέος ιερό και καθήκον άγιο προς την μνήμη του αοιδίμου Ιεράρχου του χειροτονήσαντος με Διάκονον και Πρεσβύτερον, μικράν να ποιήσω αναφοράν και βέβαια προς διδαχήν και όφελος πάντων ημών.

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 1995. Ο καιρός στην Τρίπολη πολύ ψυχρός και ήδη από το πρωί άρχισε να χιονίζη. Μετά την Θεία Λειτουργία στο Καθολικό της Ιεράς Μονής του Αγίου Νικολάου των Βαρσών, εδέχθην τηλεφώνημα από τον μακαριστό Ιεράρχη, ο οποίος με την χαρακτηριστική γεμάτη αγάπη και στοργή φωνή του, μου είπε: « Χρυσόστομε, το απόγευμα θέλω να έρθω στο Μοναστήρι να προσκυνήσω τον Άγιο Νικόλαο. Πες μου τι συνθήκες επικρατούν;».
Απαντώ. « Σεβασμιώτατε, έχομε χιόνι και είναι δύσκολη η ανάβαση στη Μονή. Θα δω με ποιό τρόπο θα κατέβω, προκειμένου να φύγω για την Αθήνα με την ευχή σας. (υπηρετούσα ήδη στην Ιερά Σύνοδο με την ευχή και την ευλογία του).» Επιτρέψατέ μου όμως Σεβασμιώτατε, εσυνέχισα, να παρακαλέσω να μη εξέλθετε σήμερα, λόγω των κακών καιρικών συνθηκών». Απαντά ο μακαριστός Ιεράρχης.« Καλά παιδί μου, εύχομαι σε όλους σας να είστε καλά και καλό ταξίδι να έχης για την Αθήνα».
Στις 7 το απόγευμα έφυγα για την Αθήνα, όμως στα διόδια πριν φθάσωμε στην Κόρινθο, μας μετέφεραν την είδηση ότι θα έπρεπε να επιστρέψωμε στην Τρίπολη για σοβαρό λόγο.
( Δεν είχαμε τότε κινητό τηλέφωνο).

Σαν αστραπή πέρασε από τον νού μου η σκέψη, ότι εκοιμήθη ο Δεσπότης. « Μα δεν είναι δυνατόν να συμβαίνη κάτι τέτοιο» αντέτεινε ο π. Θεόκλητος, Πρωτοσύγκελλος, τώρα της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, ο οποίος οδηγούσε το αυτοκίνητο.

Καί όμως δεν διεψεύσθην. « Ο Μητροπολίτης Θεόκλητος είχε κοιμηθή». Συγκλονιστικός ο τρόπος της μεταστάσεώς του και αποκαλυπτικός της εναρέτου βιοτής και πολιτείας του. Παραθέτομε τα γεγονότα που θυμίζουν πρόσωπα μιάς «αλλοτινής» φωτοφόρου αγίας περιόδου, που όμως κατ’ οικονομίαν του Θεού ζούν και στην δική μας, αλλά και σε κάθε εποχή.

Το απόγευμα της ημέρας εκείνης ο αοίδιμος Θεόκλητος, αφού δεν ηδύνατο να ανέλθη στις χιονισμένες Βάρσες, επέμενε και μετέβη με τον Οδηγό και τον Γραμματέα της Ιεράς Μητροπόλεως στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Καλτεζών,
( Μοναστήρι ιστορικό, όπου συνήλθε η πρώτη Εθνοσυνέλευση μετά την Επανάσταση του 1821) προκειμένου να εκπληρώση το χρέος του ενώπιον του Αγίου Νικολάου.
Έφθασε στην Ιερά Μονή, εισήλθε στο Καθολικό και όπως συνήθιζε, πήρε ένα κερί, το άναψε και κρατώντας το, ησπάσθη τις ιερές εικόνες, εισήλθε στο Άγιο Βήμα και αφού εποίησε
«μετανοίας τρεις» ησπάσθη για τελευταία φορά το Ιερό Ευαγγέλιο, αφού όταν επλησίασαν τα χείλη του την Βίβλο της αποκεκαλυμμένης Αληθείας, εξήλθε η αγία ψυχή του, ενώ το σώμα του έμεινε κεκλιμένο σε στάση δεήσεως με γερμένη την ιερά κεφαλή επί της φρικτής και αγίας Τραπέζης, την οποία ηράσθη εκ νεότητος αυτού και ενώπιόν της οποίας έζη ως επίγειος Άγγελος, επί ήμισυ και πλέον αιώνα, προσφέρων την αναίμακτη Μυσταγωγία, υπέρ σωτηρίας του εμπεπιστευμένου αυτώ ποιμνίου.


Η επιθυμία του αοιδίμου Γέροντος εξεπληρώθη. Σύμπας ο Ιερός Κλήρος, οι μοναστικές Αδελφότητες και ο φιλόθεος Αρκαδικός Λαός, την Τετάρτη 11 Ιανουαρίου του ιδίου έτους, με πρωτοφανείς εκδηλώσεις τιμής, εκήδευσε από τον Ιερό Μητροπολιτκό Ναό Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως τον, επί τριάντα χρόνια (1965-1995), Ποιμενάρχη του, προπέμποντας αυτόν εν δάκρυσιν ευγνωμοσύνης και με την βεβαιότητα της Αναστάσεως στην αιωνιότητα, όπου ήδη συναγάλλεται μετά των Αγίων των απ’ αιώνος Θεώ ευαρεστησάντων.

Με δέος ενθυμούμαι τις ώρες εκείνες και ιδιαιτέρως την ιερά αγρυπνία της οποίας προέστη ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης τότε Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου και νυν Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Αλέξανδρος, (χειροτονία εις Διάκονον και Πρεσβύτερον του αοιδίμου Ιεράρχου) ο οποίος και διεδέχθη, προς χαράν και παραμυθίαν όλων ημών, τον μεταστάντα Γέροντά μας. Τον πλαισιώσαμε στην Θεία Λειτουργία, η ελαχιστότητά μου, ο νυν Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου κ. Θεόκλητος,(είμασταν τότε ιεροκήρυκές του μακαριστού Θεοκλήτου) και άλλοι Κληρικοί.
Με δέος ιερό, επίσης, σημειώνω ότι η ευχή του αοιδίμου Γέροντός μας προς τους τρεις Ιεροκήρυκές του και η ολόθερμη προσευχή προς τον Θεό, εξεπληρώθη. Πρώτος προήχθη ο νυν Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Αλέξανδρος, εν συνεχεία η ταπεινότης μου, με την ευχή του Γέροντός μας και την αγάπη και αμέριστη συμπαράσταση του Σεβασμιωτάτου κ. Αλεξάνδρου και μετά ταύτα ο άγιος Ιερισσού, με την από τον ουρανό πρεσβεία, επίσης, του μακαριστού Θεοκλήτου, την συγκινητική υποστήριξη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Αλεξάνδρου και την εν αγάπη συνεπικουρία της ελαχιστότητός μου.

Πιστεύω ακράδαντα ότι μας εβοήθησε η ευχή του και η αγάπη του όσο ζούσε και μετά την έξοδό του εκ του κόσμου τούτου, μας εστήριξε και μας στηρίζει η δέησή του και η παρρησία του στον ουράνιο Πατέρα μας.
Ο τόπος όπου αναπαύεται το σκήνωμά του, πίσω από το άγιο Βήμα του Ιερού Ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Τριπόλεως, ο κοινός δηλ. τάφος των Αρχιερέων, δέχεται καθ’ ημέραν την ευγνωμοσύνη και το προσκύνημα των ευλαβών Τριπολιτών.
Τότε που έφυγε για τον ουρανό ο Γέροντάς μας, εγράψαμε κάποιους στίχους, έκφραση πηγαίας ευγνωμοσύνης προς το σεπτό και ηγιασμένο πρόσωπό του, τους οποίους επαναλαμβάνομε και τώρα και τους παραθέτομε εις μνημόσυνον αυτού, υποκλινόμενοι ,ευλαβώς, ενώπιον της σεβασμίας μορφής του.
«Ροδόσταμα της καρδιάς μας, τα δάκρυα που ραίνουν τον τάφο σου, Πατέρα μας,
Λουλούδια οι στεναγμοί μας, ας γίνουν στην Ιερά σου μνήμη, Άγγελέ μας,
Η θύμησή σου νωπή πάντα, θα κατακαίη τα σωθικά μας, Ποιμενάρχη μας,
Ηλιαχτίδα το χαμόγελό σου, θα φωτίζη την πορεία μας,
Βάλσαμο παρηγοριάς ο γλυκύς σου λόγος, θα’ρχεται να απαλύνη τις ώρες του πόνου μας,
Η αγάπη σου Γέροντά μας, θα μας συντροφεύη κατά τις ώρες της φοβερής μοναξιάς μας,
Κάθε χτύπημα της καμπάνας, καθημερινή και σε γιορτή εσένα θα χαιρετάη Δάσκαλέ μας, μεγάλε φίλε και αδελφέ μας.
Κι όσο θα ζούμε επάνω στη γη, χρυσή η μορφή σου στην ψυχή μας, θα νοηματίζη την πορεία μας και θα οδηγή τα βήματά μας.
Νοσταγλία η κάθε στιγμή μας, για τη γλυκειά συνάντησή σου, στον Ουρανό, λατρευτέ μας Ιεράρχη.
Θα σ’ αγαπούμε για πάντα.
Αναπαύου εν ειρήνη και εύχου υπέρ ημών των πνευματικών σου τέκνων.
Καλή Ανάσταση Δεσπότη μας.»