Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Με κατάνυξη και εκκωφαντικο θορυβο η πρώτη Ανάσταση στον Ιερο Ναο του Οσιου Ιωακειμ Πατρων



Λίγες ώρες πριν ακουστεί το «Δεύτε λάβετε φως» και το «Χριστός Ανέστη», η ακολουθία της πρώτης Ανάστασης, έστειλε ενα μήνυμα ελπίδας στους πιστούς.
Με συγκίνηση και χριστιανική κατάνυξη, τα παιδια του Κατηχητικου που προσήλθαν από νωρίς το πρωί χτυπούσαν τα στασίδια, τις πορτες και ξύλα, την ώρα που ο ιερέας έψαλε το «Ανάστα ο Θεός, κρίνων την γην». Οι πολυέλαιοι του Ιερού Ναού σείονταν, οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα ενω σταμνες επεφταν στο προαυλειο του Ναου.
Ο ιερέας βγηκε από το Ιερό και έρανε με δάφνες και μυρο τους πιστούς, ενώ ριγη συγκινησεως διαπερνουσαν τις καρδιες του ευσεβους λαού. 

Εμπειρία Απουσίας


Θεόδωρος Ι. Ζιάκας

Το ερώτημα του παρόντος τόμου το δέχτηκα σαν επαχθή πρόκληση: «Να διατυπώσω τη γνώμη μου για τον Χριστό». Ποια γνώμη;

Θεωρίες για τον χριστιανισμό, όπως και γνώμες για τις θεωρίες άλλων, έχω. Και μάλιστα αρκετά επεξεργασμένες, όπως εναβρύνομαι πολλές φορές να αυταπατώμαι. Είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν στην αξία των θεωριών. Νομίζω ότι είναι απαραίτητες για κάθε κοινωνική σύμπραξη. Ξέρω όμως ότι δεν έχουν σχέση με τον χώρο της προσωπικά βιωμένης αλήθειας. Αλλά αν πρόκειται να δώσω εδώ μια «προσωπική» απάντηση, μια «βιωμένη αλήθεια», τι αξία θα μπορούσε να έχει αυτή για τον αναγνώστη; Πιστεύω καμία. Αν μάθει κάτι από την απάντησή μου, αυτό φυσικά δεν θα αφορά τον Χριστό, αλλά αυτόν που μιλά για τον Χριστό. Επομένως: Γιατί να κοινοποιήσω την απάντησή μου, αν η πρόθεσή μου δεν είναι ναρκισσική; Αλλά αν την κρατήσω για τον εαυτό μου αναιρείται το διαβλητόν της προθέσεως;
 Θα ξεφύγω από την αντίφαση επικαλούμενος: α) Την αδυναμία μου να πω όχι στον Εκδότη, αφού η ιδέα της συμμετοχής μου ήταν του παιδικού μου φίλου και σεβαστού π. Δημητρίου Τσέρπου. β) Το ενδεχόμενο να είναι λάθος ο συλλογισμός μου (δεν θεωρώ τον εαυτό μου αλάθητο). γ) Το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν όλοι όσοι θα συμμετάσχουν να είναι λιγότερο σοφοί και περισσότερο ιδιοτελείς από μένα.

Πηγές

Ξέρω ότι ο Χριστός γεννήθηκε στην Παλαιστίνη. Ανέπτυξε μια διδασκαλία με άξονα την Αγάπη. Αλλά σε αντίθεση με τους κανονικούς δασκάλους πρώτα έπραττε και μετά δίδασκε. Συγχρόνως θεράπευε τους ανθρώπους που ζητούσαν τη βοήθειά του. Οι συναναστροφές του, ωστόσο, θεωρούνταν πολύ επιλήψιμες: Τελώνες και πόρνες. Και όχι οι καθώς πρέπει Γραμματείς και Φαρισαίοι.

Το κατεστημένο ενοχλούνταν πολύ από τη δράση του. Αυτός όμως δεν έβαζε νερό στο κρασί του. Όταν πια πήγαινε να εδραιωθεί η φήμη ότι ήταν ο αναμενόμενος Βασιλιάς-Μεσσίας, τότε η πνευματική ηγεσία του τόπου σκηνοθέτησε μια δίκη-παρωδία και τον καταδίκασε σε θάνατο. Συμφέρει, είπαν, να χαθεί ένας αθώος, αντί για ολόκληρο το έθνος. Έκριναν ότι θα ήταν ασύνετο ν’ αφήσουν μια τόσο επικίνδυνη φήμη να φτάσει στ’ αυτιά της υπερδύναμης. Και τον παρέπεμψαν στον Πιλάτο. Τρεις μέρες μετά τον ατιμωτικό του θάνατο στον σταυρό, για τον οποίο λαός και ηγεσία κρίνονται συνυπεύθυνοι, ο Ιησούς ανέστη εκ νεκρών. Και είχε αρκετές επαφές με τους φίλους και μαθητές της διδασκαλίας του, στο διάστημα ως την Ανάληψή του. Η μαρτυρία των Μαθητών για τον Χριστό στοίχειωσε Εκκλησία στους αιώνες. Η Εκκλησία μετέφερε την ιστορία του από γενιά σε γενιά, μέχρις εμένα που την επαναλαμβάνω εδώ αυτή τη στιγμή.

Πριν τη δω γραμμένη σε βιβλία, τη μαρτυρία για τον Χριστό, την είχα ακούσει από την αγράμματη γιαγιά μου κι από τη μάννα μου, που είχε βγάλει μόνο το δημοτικό. Τη γνώριζα, λοιπόν, από παιδί. Μέσα από λόγια ζυμωμένα σε τρόπο ζωής.

Μικρός δεν ήμουν βέβαια κανένα λουλούδι. Αντιφατικές παρορμήσεις με έσπρωχναν μια κατά δω και μια κατά κει, προξενώντας ουκ ολίγες λαχτάρες στους δικούς μου. Διέγνωσαν μάλιστα ότι είχα σμπούρα και με πήγαν στον τοπικό Μάγο να μου την κόψει. Δεν πρέπει να πέτυχε και πολλά πράγματα, αφού μέχρι να βγάλω το γυμνάσιο εξακολουθούσα να χάνω τον προσανατολισμό μου και η Διαγωγή μου να παραμένει μονίμως χαλασμένη. Εσωτερικές δυνάμεις άγνωστες και σκοτεινές την έκαναν τη ζημιά. Αλλά διόλου ξένες προς αυτό που πάντοτε είμαι, αφού παραμένω ακόμη υπόλογος για τις αφύσικες εκδηλώσεις τους.

Συγχρόνως μου άρεσε ο ρόλος του «έμμισθου νεωκόρου» στην εκκλησιά μας και βοηθού του Παπαγιάννη στα σαρανταλείτουργα, που δεν ήταν και λίγα εκείνο τον καιρό. Την εκκλησιά μας την είχε χτίσει ο Ιμπραήμ Καλαντζής, έλεγε η σκαλισμένη στην πέτρα επιγραφή. Το σωτήριον έτος 1774, προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου. Την εποχή που ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός όργωνε τη χερσωμένη ηπειρώτικη γη.

Ένας από τους λόγους της παράξενης νεωκορικής προθυμίας μου ήταν η ανομολόγητη περιέργειά μου να ιδώ τα Πρόσωπα των Αγίων στις καπνισμένες βυζαντινές τοιχογραφίες. Είχα ανακαλύψει ότι λίγο τρίψιμο με λάδι έδιωχνε την κάπνα από τα Πρόσωπα και αυτά αποκαλύπτονταν σχεδόν ζωντανά. Βέβαια γρήγορα επανέρχονταν στην προτέρα κατάσταση, αλλά εγώ πέτυχα έτσι να εξερευνήσω σχεδόν όλα τα άγια Πρόσωπα. Και δεν καταλάβαινα έκτοτε πώς μπορούσαν να ισχυρίζονται μερικοί ότι στη βυζαντινή τέχνη όλα τα Πρόσωπα είναι τα ίδια. Επί πλέον μπορούσα να κάνω και ενδιαφέρουσες συγκρίσεις, γιατί ανάμεσα στα καθήκοντά μου ήταν να ανάβω ανελλιπώς τα καντήλια και στο απόμερο Μοναστήρι μας. Σωζόταν μόνο το Καθολικό. Είχε χτιστεί την ίδια περίοδο με την εκκλησιά του χωριού μας. Ενώ όμως ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, έφερε το παράξενο όνομα «Ιερά Μονή Αγγελομάχου». Φαίνεται ότι ζούσαν εκεί άνθρωποι που μάχονταν αγγέλους. Μόλις έμπαινες αριστερά έβλεπες πολύ καθαρά, στο ανοιχτό οστεοφυλάκιο, ό,τι είχε απομείνει από τους θεομάχους εκείνους. Οι Άγιοι ήταν εδώ πολύ διαφορετικοί, με στιβαρά μέλη και με ζωηρά χαρωπά χρώματα, με πιο έντονο το κόκκινο. Ο κερκυραίος μάστορας έβλεπε τα ίδια Πρόσωπα από την οπτική γωνία του Ιονίου πελάγους. Μερικές φορές αποξεχνιόμουν. Μ’ έπιανε η νύχτα και μ’ έλουζε κρύος ιδρώτας. Ώσπου ν’ αφήσω τρέχοντας τη ρεματιά είχα πεθάνει από τον φόβο.

Παράλληλα την έβρισκα να ξεκλειδώνω το παράξενο μπαούλο του πατέρα μου και να εντρυφώ με τις ώρες στους εναποθηκευμένους τόμους του Μεγάλου Συναξαριστή. Έναν έναν τους έφερνε από την Αθήνα, όταν ερχόταν αδειούχος τα καλοκαίρια. Ανακάλυπτα εκεί ότι τα Πρόσωπα που γνώριζα από τους τοίχους της εκκλησιάς, είχαν το καθένα τη δική του συναρπαστική ιστορία. Βαθιά χάραζαν το φαντασιακό μου ο Βίος και η Πολιτεία τους: Μάρτυρες, που προτιμούσαν να τους ρίξουν στα θηρία, αντί να λιβανίσουν την εικόνα του Αυτοκράτορα. Προτιμούσαν να τους ξεσχίζουν στον τροχό, παρά να φάνε ένα κοψίδι από τα ειδωλόθυτα και να αρνηθούν τον Χριστό. Βεβαίωναν έτσι, με την ίδια τη ζωή τους, τη μαρτυρία για το Πρόσωπο του Χριστού.

Αν τα αναφέρω όλα αυτά, με τόση λεπτομέρεια, είναι γιατί από πολύ μικρός συνοδεύουν μέσα μου τον σχηματισμό ενός «εγώ», εντελώς διαφορετικού απ’ αυτά που κοψοχόλιαζαν τη μάνα μου και μου κόστιζαν κάθε φορά το ξύλο της χρονιάς μου. Σε αντίθεση με τον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα των υπολοίπων «εγώ», αυτό εδώ ήταν ήρεμο και σταθερό. Καθαρό στα κριτήριά του και προειδοποιητικό, μπρος σε κάθε επικείμενη ανοησία. Ο χαρακτήρας του όμως ήταν παθητικός. Δεν ήταν σε θέση να αντιρροπήσει τα άλλα και χανόταν μέσα στην ταραχή που αυτά δημιουργούσαν.  Στις κρίσιμες όμως καμπές της μετέπειτα ζωής μου, όταν όλα τα άλλα με εγκατέλειπαν, αυτό έμενε στη θέση του, για να με στηρίξει και να με βοηθήσει να πάρω μια ψύχραιμη απόφαση. Το ανέφερα ως «ένα εγώ», γιατί ήταν «κάτι» που είχε τον δικό του λόγο, τη δική του μνήμη και τις δικές του προσδοκίες για μένα. Δεν είχε όμως κανένα συγκεκριμένο σχέδιο να προτείνει. Όταν καμιά φορά, που βρισκόμουν σε αμηχανία και κατάθλιψη, έπαιρνε τον έλεγχο των συνειρμών, μου πρότεινε απλώς ένα ονειρικό κολλάζ από τις ηρωικές ιστορίες που το εμψύχωναν. Η ευθύνη, για το τι θα κάνω και πώς θα το κάνω, δεν ήταν δική του. Ήταν δική μου. Αλλά ποιος είμαι «Εγώ»; Δυστυχώς το ερώτημα περιμένει ακόμη την απάντησή του.

Μου είναι εντελώς κατανοητή σήμερα η φύση του παιδικού «εγώ», που μόλις περιέγραψα. Πρόκειται για την κρυστάλλωση μέσα στην προσωπικότητά μου ενός ψυχικού «κέντρου έλξης», από επιρροές των οποίων η μοναδική πηγή ήταν ένα απών Πρόσωπο: το Πρόσωπο του Χριστού.

Η «αλλαγή του κόσμου»

Η πρώτη μεγάλη προσωπική επιλογή μου ήταν «να δώσω τη ζωή μου για τον κομμουνισμό».

Με την επιλογή αυτή, το ’65-66, στράφηκα εναντίον του χριστιανισμού και τον «απέρριψα». Τα επιχειρήματα του Μαρξ, ότι η θρησκεία είναι «το όπιο του λαού», η «ανάσα της καταπιεζόμενης μάζας», η δόλια παρηγοριά στον δούλο για να υπομένει αγόγγυστα τον ζυγό του, με άγγιξαν «σε ό,τι είχα πιο βαθύ». Στο μέτρο μάλιστα που έβλεπα να εμψυχώνουν ένα παγκόσμιο ηρωικό κίνημα, για την «αλλαγή του κόσμου», - την απελευθέρωση των λαών και την αταξική κοινωνία,- δεν μου άφηναν καμιά απολύτως λογική αμφιβολία.

Φυσικά δεν χρειάζονταν τα μαρξιστικά επιχειρήματα για να αντιληφθώ τη μικρόνοια, την υποκρισία και την ιδιοτέλεια των εκπροσώπων της μετεμφυλιακής ελλαδικής Εκκλησίας. Ή την πραγματική αξία που είχαν οι μεγαλοσταυροί και τα κηρύγματα των καθεστωτικών θρησκευομένων. Αυτά τα διέκρινα κι από μόνος μου. Και ήμουν ήδη βέβαιος ότι δεν είχαν καμία σχέση με τον Χριστό. Ήξερα ότι ο Χριστός δεν είχε καμία ευθύνη για όλα αυτά. Ήρθε και η «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και το πράγμα έδεσε από κάθε άποψη. Ο κοινωνικά κυρίαρχος χριστιανισμός κανένα έρεισμα αποδοχής δεν έβρισκε μέσα μου. Έπρεπε να ανατραπεί και να καταστραφεί. Μαζί με ολόκληρο το σύστημα της εθνικής υποτέλειας, της ταξικής εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, του οποίου αποτελούσε «εποικοδόμημα». 

Ταλανίστηκα όμως πολύ από μια απειλητική αντίφαση. Κάτω από τη λογικά άψογη συναισθηματική επιλογή μου, δούλευε σαν επίμονο σκουλήκι ο εξής λογισμός: Πώς μπορώ να αποκλείσω την πιθανότητα να υπάρχει Θεός; Κι αν είναι πράγματι ο άτεγκτος σαδιστής που περιγράφουν οι θεολόγοι; Αυτός που τιμωρεί με ανείπωτα βασανιστήρια σε μια αιώνια Κόλαση, όλους εκείνους, που τολμούν να αντιτάσσονται στις εξουσίες, τις εξ αυτού τεταγμένες; Παρέλειψα να αναφέρω ότι μαζί με τον Συναξαριστή, το μπαούλο του πατέρα μου είχε μέσα και αρκετή Ζωη-κή σαβούρα.

Κατέφαγα εκείνη την εποχή τους ατελείωτους τόμους της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, προσπαθώντας να εξαλείψω την απειλητική σκέψη. Με τι βαθιά ικανοποίηση ρούφηξα το βιβλίο του Οπάριν δεν λέγεται. Αποδείκνυε, με ατράνταχτες χημικές εξισώσεις, πώς από την ανόργανη ύλη μπορεί να παραχθεί ζωή αυτόματα, από μόνη της. Σημειωτέον ότι στη Χημεία ήμουν χειρότερος και απ’ τα Λατινικά: δεν καταλάβαινα τίποτα. Θυμάμαι επίσης πόσο συνεπαρμένος ένιωσα με το βιβλίο του Δαρβίνου, για την καταγωγή των ειδών, που αποδείκνυε, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι δεν χρειάζεται καθόλου να υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό. Αφού μπορεί, κάλλιστα, να προκύψει από τον πίθηκο, δια της εξελίξεως. Απέφευγα όμως να κοιτάξω από πιο κοντά το σκεπτικό των θεολόγων. Μην τυχόν και τα διπλώσω μπρος στον μεταφυσικό φόβο. Κάποια στιγμή διάλεξα τον δρόμο της «ηρωικής εξόδου» από την αντίφαση: Αν είναι να πάω στην Κόλαση, «επειδή θέλω το καλό της ανθρωπότητας», - με την επαναστατική βία κι όχι με το σταυρό στο χέρι, έναν τρόπο οφθαλμοφανώς ατελέσφορο και βολικό μονάχα για τους βασανιστές του ανθρώπου,- ας γίνει. Εγώ θα είμαι εντάξει με τη συνείδησή μου. Ο Άτεγκτος Δικαστής ας χαίρεται τη «δικαιοσύνη» του. Ευχαριστώ για τον Παράδεισό του αλλά δεν θα πάρω. Ήταν για μένα «θέμα αρχής».

Ποια ήταν όμως αυτή η «συνείδηση»; Από πού είχε προκύψει; Πώς μπορούσε ένας «συνειδητός υλιστής» να πιστεύει ότι έχει «συνείδηση»;

Δεν είχα τότε σαφή ιδέα σε τι αντιστοιχούσε «μέσα μου» η λέξη «συνείδηση». Αρκετά αργότερα άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι δεν ήταν παρά το χριστιανικό «εγώ» των παιδικών μου χρόνων. Και κατά βάθος η εικόνα του Προσώπου του Χριστού και των Μαρτύρων του, η οποία λειτουργούσε, αφανώς, ως πρότυπο για την ενσάρκωση του δικού μου προσώπου. Τότε κατάλαβα και τι ακριβώς ήθελε να πει ο Ντοστογιέφσκι, όταν έγραφε πως ενώ τον έπειθαν τα επιχειρήματα του Μπελίνσκι εναντίον του ιστορικού χριστιανισμού, δεν άγγιζαν καθόλου τον εσωτερικό σεβασμό του προς το Πρόσωπο του Χριστού. Στο τρικυμισμένο φαντασιακό της νεότητάς μου ο φοβερός Θεός – Τιμωρός κι ο επαναστάτης Χριστός της αγάπης και του σταυρού, δεν ήταν το αυτό πρόσωπο. Η επίσημη ευσεβιστική μας παιδεία δεν είχε κατορθώσει να τους ταυτίσει μέσα μου. Βοήθησαν εδώ και ορισμένα κείμενα του πατρινού χριστιανικού αναρχισμού του περασμένου αιώνα. Απ’ όλα είχε το περίφημο μπαούλο.

Θα έλεγα, για να κάνω και λίγη θεωρία, το εξής: Το παιδικό «χριστιανικό εγώ» πήρε το μέρος μου, όταν εξεγέρθηκα εναντίον του κοινωνικά διεμβαλλόμενου «χριστιανικού υπερεγώ». Χωρίς όμως να μου δίνει και την επίγνωση του ουσιαστικά χριστιανικού χαρακτήρα της ρήξης αυτής. Με άφηνε να νομίζω πως ήταν ο Μαρξ αυτός που με χειραγωγούσε στην ενηλικίωση.

Επειδή δεν νομίζω ότι αποτελώ καμιά φοβερά σπέσιαλ περίπτωση, καταλήγω να πιστεύω ότι η μεγάλη μάζα των ανιδιοτελών αγωνιστών, που συνεπάρθηκαν από την κομμουνιστική ιδέα, πρέπει να οιστροιλατούνταν από μια ανάλογης υφής συνείδηση. Ένας από τους καλύτερους φίλους και παλιός μου σύντροφος, επιμένει να ισχυρίζεται ότι τον κινούσαν οι αθεϊστικές απελευθερωτικές αξίες του Διαφωτισμού. Βλέποντας όμως το ήθος του, είμαι βέβαιος πως διακρίνω την αφανή παρουσία του χριστιανικού Προσώπου. Την επισκιάζει απλώς η αλλεργία του για τον καθεστωτικό χριστιανισμό και τον κομπλεξικό θεό του.

Η «αλλαγή του εαυτού»

Η στράτευσή μου έλαβε χώρα σε όχι και τόσο ευτυχείς στιγμές για τον κομμουνισμό: Αποκαθήλωση του Στάλιν, ρήξη Κίνας-Σοβιετικής Ένωσης κ.τ.λ. Ακόμα και οι φανατικοί είχαν αρχίσει να υποψιάζονται ότι κάτι δεν πάει καλά με τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Άσχετα αν δεν το ομολογούσαν.

Ο ιστορικός κομμουνισμός δεν ήταν καθόλου στα μάτια μου το άσπιλο και άμωμο δόγμα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Από το «παιδομάζωμα» ήξερα και τι κουμάσια ήταν οι αρχηγοί του δικού μας εισαγόμενου, αλλά και ιθαγενούς κομμουνισμού. Την αδελφή της μάνας μου, νεαρό κορίτσι, την είχαν σκοτώσει εν ψυχρώ, επειδή δεν ήθελε να τους ακολουθήσει. Εγώ όμως δεν πήγαινα μ’ «αυτούς», αλλά με τους «άλλους»: εκείνους που μάχονταν για τον «σωστό κομμουνισμό». Δηλαδή με τους ηρωικούς μαχητές του προέδρου Μάο και της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης.

Θυμάμαι, σαν τώρα, την κουβέντα ενός μπάρμπα μου, στο καφενείο της οδού Ζήνωνος πίσω από την Ομόνοια, όπου είχαν το στέκι τους οι συγχωριανοί μας: «Εσύ μωρέ θα σιάξεις τον κομμουνισμό;». Προς Θεού δεν πίστευα κάτι τέτοιο. Κατ’ αρχήν δεν είχα καμιά εγγύηση ότι «θα σιάξει ο κομμουνισμός». Όμως δεν ήταν αυτό που με ενδιέφερε το περισσότερο. Εμένα μου αρκούσε ότι είχα κάνει την «ηρωική επιλογή» της ζωής μου, που «με αποκαθιστούσε στα μάτια μου ως άνθρωπο» και δυσφορούσα απέναντι σε όποιον πήγαινε να μου το χαλάσει. Εντάχθηκα, λοιπόν, ψυχή τε και σώματι, στη μεγάλη προσπάθεια οικοδόμησης του «σωστού επαναστατικού κόμματος», η οποία, λαμβάνοντας υπόψη την αρνητική εμπειρία της ΕΣΣΔ και της Τρίτης Διεθνούς, την πείρα του παγκόσμιου «αντιρεβιζιονιστικού» κινήματος και τη λαμπρή «Σκέψη» του προέδρου Μάο, θα μπορούσε αυτή τη φορά να λύσει το πρόβλημα.

Πολύ γρήγορα όμως άρχισαν να έρχονται τα οδυνηρά μηνύματα της διάψευσης των προσδοκιών. Και μάλιστα σε συνθήκες παρανομίας. Το «εκ της εμπειρίας όμμα» ξεσκέπαζε αμείλικτα τους ευσεβείς μου πόθους. Επιτυγχάναμε ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που επιδιώκαμε. Αναπαράγαμε τα ίδια συμπτώματα που μας είχαν απομακρύνει από τους «ρεβιζιονιστές»: την υποκρισία, την εξουσιομανία, τον οπορτουνισμό, τον φραξιονισμό κ.λπ. Ο καθένας μας γινόταν κι από ένας μικρός Στάλιν. Τηρουμένων των αναλογιών οι δικοί μας σταλινίσκοι δεν είχαν και πολλά να ζηλέψουν απ’ αυτούς που είχαμε απορρίψει. Τι έφταιγε λοιπόν; Ποιο ήταν το πρόβλημα;

Μη νομιστεί ότι ήταν εύκολο να τεθούν τα ερωτήματα αυτά. Όσο εύκολα μπορεί κανείς να λοιδορεί εκ των υστέρων πράγματα και καταστάσεις εκείνης της εποχής, άλλο τόσο δύσκολο και απίστευτα οδυνηρό, ήταν για κάποιον να «σταθεί κριτικά» απέναντι σε όσα αλάθητα θέσπισαν οι Μεγάλοι Πατέρες του κομμουνισμού. Για μένα ήταν μια ψυχική ρήξη πολύ πιο δύσκολη από την προηγούμενη, γιατί σήμαινε την παραδοχή ολοκληρωτικής υπαρξιακής αποτυχίας. Τα είχα ποντάρει όλα στο κόκκινο. Και τα έχανα όλα. Μαζί και τα ναύλα της επιστροφής. Θυμάμαι ότι είχα ήδη προβεί σε συμβολική ανατίναξη των «γεφυρών της επιστροφής», καίγοντας όλα μου τα χαρτιά. (Δυστυχώς και το βιβλιάριο του ΙΚΑ. Μ’ ένα σωρό ένσημα σκληρής δουλειάς στην οικοδομή.)

Περιττό να επαναλάβω ότι το μόνο που δεν έχασα, ή δεν έκαψα, ήταν το ξεχασμένο μικρό παθητικό «εγώ» των παιδικών μου χρόνων. Κι αυτό ήταν που με έσωσε: Όταν έπεσε η δικτατορία καθίσαμε με τον Άρη Ζεπάτο, φίλο και τέως σύντροφο στην «Οργάνωση», και κάναμε τον απολογισμό. Ανακεφαλαιώνοντας τη δική μας και τη διεθνή εμπειρία, ορίσαμε το πρόβλημα ως «μετασχηματισμό του επαναστατικού υποκειμένου στο αντίθετό του». Το ερώτημα ήταν: γιατί ένα συλλογικό υποκείμενο, που μάχεται για την κατάργηση της εκμετάλλευσης και της κυριαρχίας, είναι καταδικασμένο να τις αναπαραγάγει, αρχίζοντας από τις εσωτερικές του σχέσεις;

Το συμπέρασμα αυτού του απολογισμού είχε τρία σημεία: α) Δεν μπορείς να αλλάξεις τίποτε, προς το καλύτερο, αν συγχρόνως δεν αλλάζεις ο ίδιος. β) Δεν είναι καθόλου εύκολο να αλλάξεις. Και γ) ο μαρξισμός δεν είχε καμιά θεωρία και πρακτική για το ζήτημα της αυτο-αλλαγής του υποκειμένου της αλλαγής. Ούτε και καμιά άλλη γραμμή σκέψης μέσα στο σύνολο του δυτικού πολιτισμού.

Δεν μπορείς, λοιπόν, να αλλάξεις τον κόσμο αν δεν μπορείς να αλλάξεις τον εαυτό σου. Το θεώρημα τούτο αναιρούσε ολόκληρη τη μαρξιστική πρόταση ή τουλάχιστον την έβαζε σε παρένθεση. Ποιος με βεβαίωνε ότι η «αλλαγή του κόσμου», που επαγγελόταν ο μαρξισμός, δεν ήταν απλώς η «αλλαγή» που μπορούσε να φανταστεί ένας άνθρωπος, που ήταν ανίκανος να αλλάξει τον εαυτό του; Χωρίς εξωμαρξιστικό αρχιμήδειο στήριγμα ήταν αδύνατο να τεθεί μια τέτοια ερώτηση. Κι αυτό το στήριγμα το είχα. Ανέφερα ήδη ποιο ήταν.

Από το σημείο αυτό και έπειτα αρχίζει μια δεύτερη μακρά αναζήτηση, προσεχτικότερη τώρα. Στόχος: η ανεύρεση θεωρίας και πρακτικής για την αυτο-αλλαγή του υποκειμένου.

Για να είχε σωστή αφετηρία μια τέτοια αναζήτηση έπρεπε να ξεκαθαριστεί καλύτερα το πρόβλημα, πράγμα που απαιτούσε κάποιες συνθήκες πειραματισμού: α) Ανθρώπους με αποδεδειγμένα καλές προθέσεις και β) την οργάνωσή τους σε ένα σχήμα που θα επιδιώκει την πραγμάτωση ευγενών επαναστατικών σκοπών. Το πείραμα θα είχε σκοπό να αποκλείσει τη συσκότιση του προβλήματος από τον παράγοντα «κακές προθέσεις». Αν διέψευδε το θεώρημα του «μετασχηματισμού στο αντίθετο» τόσο το καλύτερο. Η διαχείριση της αμφιλογίας αυτής ήταν ένα ειδικό πρόβλημα, αλλά όχι το καθοριστικό.

Η Μεταπολίτευση ήταν η ιδεώδης συγκυρία για «επαναστατικούς πειραματισμούς». Έτσι η Οργάνωσή μας, ο Προλεταριακός Αγώνας, φτιάχτηκε σχετικά εύκολα και εργάστηκε εντατικά επί δύο χρόνια, με άξονα δράσης την υποστήριξη του εργοστασιακού συνδικαλισμού, που όντας ακόμη στην αρχή του, δεν είχε προλάβει να καπελωθεί από τα κόμματα. Το πείραμα επαλήθευσε το θεώρημα για τον αναπότρεπτο «μετασχηματισμό στο αντίθετο». Τα ίδια φαινόμενα παρατηρήθηκαν, αλλά σε ήπια ένταση, λόγω των ελεγχόμενων συνθηκών «οικοδόμησης». Σκεφθείτε ότι διασπαστήκαμε χωρίς να βγάλουμε μαχαίρια. Λέγοντας απλώς «καληνύχτα».

Τίποτα δεν με δέσμευε, εν συνεχεία, στην αναζήτηση των δυνατοτήτων «αλλαγής του εαυτού». Φόρτωσα τις πολιτικές μου σκοτούρες στο ΠΑΣΟΚ και πήρα τον καινούργιο δρόμο προς το άγνωστο. Έψαξα στη σύγχρονη ψυχολογία. Είχα ήδη κάποια προπαίδεια, καθώς είχα αρχίσει από τον Β. Ράϊχ, την εποχή που ήταν της μόδας και είχα συνεχίσει με Κ. Γιούγκ. Διαπίστωσα ότι η μοντέρνα ψυχολογία, καθώς ασχολείται μόνο με τον ψυχικά ασθενή, δεν είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις. Εδώ χρειαζόταν μια άλλη ψυχολογία, που να ασχολείται με τον υγιή άνθρωπο. Η αναζήτηση μιας τέτοιας ψυχολογίας οδηγεί αναγκαστικά σε συστήματα ανατολικής προελεύσεως, εσωτεριστικά και αποκρυφιστικά. Απ’ όσα μπόρεσα να διεξέλθω το ενδιαφέρον μου συγκέντρωσε το «σύστημα» του μυστηριώδη Έλληνα της Υπερκαυκασίας Γεωργίου Ιβάνοβιτς Γκουρτζίεφ (Γεωργιάδη), το οποίο παρουσιαζόταν, απ’ αυτόν και τους μαθητές του, ακριβώς ως το ζητούμενο σύστημα αυτο-αλλαγής του συνηθισμένου-υγιούς ανθρώπου.

Το σύστημα αυτό ξεκινούσε από την αναγνώριση της μηχανικότητας του συνηθισμένου ανθρώπου και διατεινόταν ότι έχει ολόκληρο οπλοστάσιο μεθόδων για την υπερνίκησή της. Δυστυχώς όμως για μένα ο προσανατολισμός του ήταν εξωκοινωνικός. Ναι μεν στόχευε στον άνθρωπο που είναι κύριος του εαυτού του, στην «πραγματική ατομικότητα», αλλά την πραγμάτωσή της τη θεωρούσε δυνατή μόνο στο «αστρικό πεδίο» και όχι στις κοινωνικές σχέσεις. Η άποψή του για την κοινωνική πραγματικότητα ήταν ότι αυτή καθορίζεται από «κοσμικές επιδράσεις», τις οποίες με τίποτα δεν μπορούμε να επηρεάσουμε. Φυσικά δεν ήταν αυτού του είδους η «ατομικότητα» που εμένα μ’ ενδιέφερε. Εγώ ζητούσα την αλλαγή του εαυτού, ως προϋπόθεση για την αλλαγή του κόσμου.

Η μελέτη επίσης της συλλογικής όψης του προβλήματος με είχε οδηγήσει στη νεομαρξιστική Σχολή της Φρανκφούρτης και ειδικότερα στη διαλεκτική της αυτοαναίρεσης του Διαφωτισμού. Και τέλος στο πρόβλημα της αποσύνθεσης του νεωτερικού ατόμου και της μηχανοποίησής του, λόγω της αφομοίωσής του από τα αυτονομημένα μηχανικά συστήματα.

Βρέθηκα, έτσι, μπρος σε μια νέα εκδοχή πλατωνικού σπηλαίου: Μπρος στη διαπίστωση ότι ο σύγχρονος άνθρωπος είναι δέσμιος μιας διπλής μηχανικότητας. Μιας μηχανικότητας πολιτισμικής και μιας άλλης βαθύτερης, αγνώστου προελεύσεως. Ήταν επομένως φανερό γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος, - διπλά μηχανοποιημένος, μέσα σε ένα μηχανοποιημένο κοινωνικό σύστημα,- δεν ήταν ικανός να αλλάξει το παραμικρό, στον εαυτό του και στην κοινωνία. Να αλλάξει κάτι σε κατεύθυνση αντίθετη προς αυτήν που κινείται το Σύστημα. Ελάχιστα παρηγορητική μια τέτοια κατανόηση καθιστούσε το πρόβλημα άλυτο.

Οι μεταμαρξιστικές θεωρήσεις δεν έδιναν λύση, γιατί δεν έβλεπαν το εσωτερικό-ψυχικό περιεχόμενο του προβλήματος. Τα συστήματα που το έβλεπαν δεν έδιναν σημασία στην εξωτερική-κοινωνική του πλευρά. Πλήρες αδιέξοδο λοιπόν. Για μια ακόμη φορά «στο χείλος της αβύσσου».

Η αναζήτηση του Προσώπου

Μερικές από τις ιδέες του Γεωργιάδη ήταν «αποκάλυψη»: Η ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι ένα ημιτελές ον, που πρέπει να ολοκληρωθεί με δικές του συνειδητές προσπάθειες. Η ιδέα ότι χαρακτηριστικό της υπανάπτυξής του είναι η μηχανικότητά του, μια ειδική μορφή ύπνου. Η ιδέα ότι έχει πολλά άγνωστα και συχνά εχθρικά μεταξύ τους εγώ, η χαοτική κίνηση των οποίων τον κάνει έρμαιο της τύχης και της ανάγκης. Η διάκριση ουσίας και προσωπικότητας μέσα του. Η διάκριση νοητικού, συναισθηματικού, κινητικού και ενστικτώδους νου. Η μεγάλη σημασία της αποστασιοποιημένης αυτοπαρατήρησης και της πάλης με την ψηφιακή σκέψη, τη φαντασία και τα αρνητικά συναισθήματα.

Όμως σε μια υποσημείωσή του ο Π. Ουσπένσκι παρείχε την πληροφορία, ότι μια εξαιρετική διαπραγμάτευση των παραπάνω θεμάτων, μπορούσε να βρει κανείς σε ένα βιβλίο ονόματι Φιλοκαλία, που χρησιμοποιούνταν στην Ορθόδοξη Εκκλησία για την καθοδήγηση των μοναχών. Η υποσημείωση αυτή προκάλεσε μια «έλαμψη», που φώτισε δια μιας μέσα μου τον δρόμο προς τη λύση του προβλήματος. Λες να βρίσκεται εδώ η λύση; Να την ψάχνεις σε Ανατολή και Δύση και να βρίσκεται μες στα πόδια σου; Στη δική σου παράδοση; Η «έλαμψη» δεν ήταν φυσικά κανένα «θαύμα», αφού οι εντυπώσεις της οσιογραφίας του Μεγάλου Συναξαριστή ήταν ήδη βαθιές στα παιδικά υποστρώματα της μνήμης μου.

Περιχαρής ανέκρουσα πρύμνα και αγόρασα αμέσως τη Φιλοκαλία. Έπεσα με τα μούτρα και διαπίστωσα ότι η διαίσθησή μου ήταν «απολύτως σωστή»: Όλα υπήρχαν εδώ. Στο πρωτότυπο και δίχως απαράδεκτες εκλεκτικές προσμίξεις με προχριστιανικά και προελληνικά δάνεια. Κατάλαβα επί τέλους και τι ήταν αυτό που αγνοούν όλα τα συστήματα της «αυτοεξέλιξης»: Ότι μόνο η Αγάπη μπορεί να σε κάνει να αλλάξεις. Και η Αγάπη είναι γεγονός κοινωνίας και προϋποθέτει το Πρόσωπο. Στη συνέχεια κατάλαβα και τι σημαίνει Πρόσωπο, γιατί χάρη στους προοδευτικούς καθηγητές της Παντείου, ήρθα σε επαφή και με την εντελώς άγνωστή μου θεολογική οντολογία του Προσώπου. Εκείνο τον καιρό το προοδευτικό κατεστημένο της Παντείου έκανε μεγάλο σαματά στις εφημερίδες, για να μη γίνει καθηγητής ο Γιανναράς. Πράγμα που με οδήγησε στο Πρόσωπο και ο Έρως.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, συνειδητοποίησα ότι το πρόβλημα που με απασχολούσε, δεν ήταν παρά η ενσάρκωση του Προσώπου στο πεδίο των κοινωνικών του σχέσεων. Ναι μεν είμαστε δεσμώτες ενός διπλού αυτοματισμού, αλλά υπάρχει δυνατότητα «καλής αλλοίωσης»: Απελευθέρωσης από τα διπλά δεσμά. Αλλαγής του εαυτού και συγχρόνως αλλαγής του κόσμου. Όταν λέμε Πρόσωπο, στην Ορθόδοξη παράδοση, το βλέμμα μας στρέφεται στον Χριστό. Αυτός είναι το πρωτότυπό μας. Είμαστε φτιαγμένοι «κατ’ εικόνα του» και το πρόβλημά μας είναι να ενσαρκώσουμε αυτή την εικόνα: να πάμε στο «καθ’ ομοίωσιν». Προσωπικά και κοινωνικά. Ως εν ουρανώ και επί της γης.

Συμπέρασμα

Το μικρό χριστιανικό «εγώ» των παιδικών μου χρόνων ήταν αυτό που μου παραστάθηκε στην υπαρξιακή και κοινωνική μου αναζήτηση.

Για να μιλήσω πιο θεωρητικά: Με βοήθησε να διαβώ το πρώτο κατώφλι, που βγάζει στο δρόμο της εξατομίκευσης και μ’ εγκατέλειψε μπρος στο δεύτερο, που βγάζει στον δρόμο του Προσώπου. Ενώ γνωρίζω πώς μπορώ να προχωρήσω κείτομαι τώρα ανήμπορος μπρος στο δεύτερο κατώφλι. Σαν τον παράλυτο της Βηθεσδά, που δεν είχε άνθρωπο να τον βάλει στην κολυμβήθρα. Πώς να αλλάξεις: α) Σχέσεις και εθισμούς από μακρού εμπεδωμένους; (Αυτοματισμός πρώτου βαθμού) β) Κοινωνικές δομές που κανείς πλέον δεν πιστεύει ότι μπορούν να αλλάξουν; (Αυτοματισμός δευτέρου βαθμού). Αμφίλογη και τραγική σήμερα η γνώση της «αυτοαλλαγής του υποκειμένου της αλλαγής του κόσμου». Όταν και αν την αποκτήσεις, έχεις ήδη αναπότρεπτα αναπτυχθεί και σκληρυνθεί στην αντίθετη κατεύθυνση. Και συ και οι άλλοι. Πόσο αφάνταστα μακρινότερη νιώθω σήμερα την παρουσία του Προσώπου, από το προβληματικό εκείνο μειράκιο, που πάλευε με τις σκοτεινιασμένες αγιογραφίες!

Κοντολογίς: Η εμπειρία μου από τον Χριστό είναι η εμπειρία της απουσίας Του. Ο Χριστός μοιάζει να είναι ο απών άξονας της ταυτότητάς μας, της ατομικής και της συλλογικής. Παραδόξως όμως η πλήρωση του αβυσσαλέου κενού της απουσίας Του, ήταν και το βαθύτερο κίνητρο της δικής μου παρουσίας. Η απουσία Του είναι έτσι η αποτυχία μου. Μια θανατερή γεύση κενού, που για να την αποφύγω την αναπαράγω, καταφεύγοντας σε υποκατάστατα της παρουσίας Του.
πηγή: antifono.gr, πρωτοδημοσιεύτηκε στον συλλογικό τόμο "2000 χρόνια μετά- Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι ; " εκδ. Ακρίτας

Γιατί κοινή η ανάσταση


Tου Χρηστου Γιανναρα

Yπάρχουμε, όχι επειδή το επιλέξαμε, δεν αποφασίσαμε εμείς, ελεύθερα, να ύπαρχουμε. Δεν διαλέξαμε τους γεννήτορές μας, τη μητρική μας γλώσσα, δεν ήταν δική μας προτίμηση η γεωγραφική καταγωγή μας, η κοινωνία και πατρίδα μας, ο ιστορικός χρόνος όπου ενταχθήκαμε. Δεν είχαμε λόγο για τον σωματότυπό μας, το επίπεδο των διανοητικών μας δυνατοτήτων, τα ........ταλέντα που θα επιθυμούσαμε.

Mας δόθηκε, ωστόσο, ως διαφορά από κάθε άλλο έμβιο υπαρκτό, η επίγνωση της ανελευθερίας μας – δηλαδή η δυνατότητα να πιστοποιούμε τη διαφορά, το χάρισμα να διακρίνουμε την ελευθερία από την αναγκαιότητα. Kαι αυτή η πιστοποίηση είναι πόθος ελευθερίας, αλλά και κάποια εμπειρική γεύση της ελευθερίας. Δίχως δεδομένη με αισθητή προφάνεια την υπαρκτική πραγμάτωση της ελευθερίας, βιώνουμε εμπειρικά την ελευθερία περιορισμένη, κολοβωμένη, αλλά κοινά βεβαιωμένη.

Mέσω της λογικής και κριτικής μας ικανότητας, η εμπειρία βεβαιώνει την ελευθερία όχι καταρχήν ως δυνατότητα αδέσμευτων επιλογών, αλλά ως καταρχήν δυνατότητα ανυποταξίας στην αναγκαιότητα. Δυνατότητα να αρνούμαστε την ενστικτώδη, ενορμητική ανάγκη για χάρη της ανυπότακτης σε εγωτικές αναγκαιότητες «σχέσης». Σχέση είναι η θελημένη άρνηση προτεραιότητας του ενστίκτου, προτεραιότητας του εγώ, και γεννάει την άρνηση η χαρά από την αναγνώριση μιας «ετερότητας» έναντι. Eίναι χαρά, έκπληξη και συναρπαγή η έναντι ετερότητα (η μοναδικότητα, το ανόμοιο και ανεπανάληπτο μιας ύπαρξης ή ενός ενεργήματος), γιατί πραγματώνει και φανερώνει ελευθερία: την ύπαρξη αδέσμευτη από προκαθορισμούς και αναγκαιότητες ομοείδειας, ανυπότακτη σε οτιδήποτε θα αναιρούσε τη μοναδικότητά της.

Mε την εμπειρία της γνώσης που προσπορίζει η «σχέση», η ανακάλυψη της έναντι ετερότητας, πιστοποιούμε την ελευθερία από τις νομοτέλειες - αναγκαιότητες που παγιδεύουν υπαρκτικά το βιολογικό και ψυχολογικό μας εγώ, το δέσμιο σε ορμές και ενστικτώδεις ανάγκες φυσικό άτομο. Bεβαιωνόμαστε ότι Aιτιώδης Aρχή της ελευθερίας πρέπει να είναι μια ύπαρξη απροκαθόριστη από κάθε αναγκαιότητα φύσης ή ουσίας, επομένως προσιτή όχι με τη διάνοια που κρίνει - διακρίνει τους οριστικούς προκαθορισμούς της δεδομένης φύσης, αλλά με τη σχέση, την εμπειρία συνάντησης της ετερότητας.

Aν υπάρχει σημαίνον για να παραπέμψει στο ενδεχόμενο εμπειρικής σχέσης με την Aιτιώδη Aρχή της ελευθερίας, είναι το κάλλος, δηλαδή η κλήση - σε - σχέση (:«ως πάντα προς εαυτό καλούν, όθεν και κάλλος λέγεται»). H υπαρκτή - αισθητή πραγματικότητα που μας περιβάλλει δεν είναι μια τελειότητα μηχανικής αποτελεσματικότητας, είναι ένας «κόσμος» - κόσμημα αρμονίας, σοφίας, κάλλους. Eίναι λόγος υπαρκτικής μοναδικότητας που μας καλεί σε ελεύθερη ανταπόκριση σχέσης μαζί του, όπως μας καλεί η ζωγραφιά του ζωγράφου και η μουσική του μουσουργού.

Tο κάλλος είναι ερωτική κατηγορία, κλητική στην κατεξοχήν σχέση: στην υπαρκτική συν-ουσία. Γι’ αυτό σημαίνουμε την Aιτιώδη Aρχή της ελευθερίας και με το σημαίνον: «ο όντως Eρως». Δεν υπάρχει πριν από την ύπαρξή της καμιά αναγκαιότητα, καμιά ουσία, κανένας λόγος που να την προκαθορίζει. Yπάρχει, επειδή θέλει να υπάρχει και θέλει να υπάρχει, επειδή αγαπάει. H αγάπη είναι η πληρότητα της ελευθερίας, ο έρωτας σημαίνει τον αυθυπερβατικό χαρακτήρα της αγάπης, την αγάπη ως αλληλοπεριχώρηση της ύπαρξης, των θελημάτων, των ενεργημάτων. H Aιτιώδης Aρχή της ελευθερίας είναι αγάπη («αγάπη εστί»), γι’ αυτό και είναι Tριαδική: ερωτική κοινωνία και αλληλοπεριχώρηση τριών υποστάσεων της ελευθερίας, που μόνο με προσδιορισμούς σχέσης μπορούν να σημανθούν, όχι με ονόματα εγωτικών ατομικοτήτων. Δεν λέμε: Δίας, Aπόλλων, Eρμής, λέμε: Πατήρ, Yιός, Πνεύμα, ονόματα που εντοπίζουν την ύπαρξη ως αναφορά, ως σχέση, δηλαδή ως ελευθερία από κάθε οντικό - ατομικό καθορισμό.

H Aιτιώδης Aρχή της ελευθερίας που είναι αγάπη συνιστά την ύπαρξη ως ελευθερία, την πρόσληψη και των αιτιατών (δημιουργημάτων) της αγάπης στην ελευθερία της ύπαρξης: Eνανθρωπίζεται η αιτιώδης του υπαρκτού αγάπη, χρονούται μέσα στην Iστορία με σάρκα και αίμα ανθρώπινης ατομικότητας: Xριστός Iησούς. Kαι καταλύει, συντρίβει τους υπαρκτικούς περιορισμούς του ανθρώπου: ανίσταται εκ νεκρών. H ανάστασή του ιδρύει το γεγονός της εκκλησίας. Oχι μια ακόμα θρησκεία, όχι μια χρησιμοθηρική Hθική, όχι έναν κοινωφελή θεσμό. Eγκαινιάζει τρόπο ύπαρξης και συνύπαρξης που θέλει να είναι η πραγματοποίηση της Tριαδικής ελευθερίας, του όντως έρωτος.

Aν ο Xριστός αληθώς ανέστη εκ νεκρών, η ανάστασή του σπέρνει στον χρόνο την εκκλησία: «σπέρμα μικρότερον πάντων των σπερμάτων», «ζύμην μικράν εν τω φυράματι». Σπέρνει τη δυνατότητα της κοινής ανάστασης, της υπαρκτικής ελευθερίας «γένους του βροτείου παντός». Yπάρχουμε, επειδή η Aγάπη μάς κάλεσε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Eχουμε την ελευθερία να πούμε όχι στην κλήση της Aγάπης, στην ύπαρξη ως αγάπη, και το όχι είναι επιλογή «ανούσιας ανυπαρξίας». Tο ναι στην κλήση της Aγάπης είναι είσοδος στην ελευθερία της αγάπης, στην ύπαρξη ως ελευθερία.

Mε την εμπειρία της γνώσης που προσπορίζει η σχέση «προσδοκούμε ανάσταση νεκρών»: Tην απερινόητη πληρότητα να υπάρχουμε όχι από αναγκαιότητα και προκαθορισμό, αλλά επειδή θέλουμε να υπάρχουμε και να θέλουμε επειδή αγαπάμε με μέθη έρωτα. Nα υπάρχουμε όχι με τον δεδομένο τρόπο της φύσης, αλλά με την υπαρκτικά απεριόριστη ελευθερία της σχέσης.

«Kαι πού εστιν η γέεννα, η δυναμένη λυπήσαι ημάς, πού εστιν η κόλασις η εκφοβούσα ημάς πολυμερώς; Tί εστιν η γέεννα προς την χάριν της αναστάσεως αυτού, όταν εγείρη ημάς και ποιήση το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι την αφθαρσίαν;».